Μετανιωμένη μοίρα

Μετανιωμένη μοίρα

της Τέφφι*

Μετά τη γενική πρόβα με πλησίασε μια από τις ηθοποιούς, νεαρή, αναστατωμένη…

– Με συγχωρείτε, εσείς γράψατε το έργο, έτσι δεν είναι;

– Μάλιστα.

– Δε θέλω να νομίζετε, ότι εγώ…

– Προς Θεού, δεν νομίζω, ότι εσείς… – βιάστηκα να την καθησυχάσω.

– Έχω μια μικρή παράκληση. Πάρα πολύ μεγάλη παράκληση. Πάντως, αν δε γίνεται τίποτα, δεν πειράζει.

Εκείνη σαν να γέλασε, σαν να μυξόκλαψε, κι εγώ αναστέναξα, γιατί μπορούσα να μαντέψω πού πάει το πράγμα: πιθανόν θα παρακαλέσει να προσθέσω ακόμα μερικά λόγια στο ρόλο της. Πάντα τα ίδια. Όλοι οι ηθοποιοί θέλουν να μιλάνε περισσότερο!

Η ηθοποιός δάγκωσε το μαντηλάκι της και κατεβάζοντας τα μάτια ρώτησε με ήπια μομφή:

– Γιατί του το κάνατε αυτό; Δεν τον λυπάστε καθόλου;

– Ποιον; εξεπλάγη.

– Εκείνο τον κοκκινομάλλη νεαρό στο έργο σας. Αφού, κατά το βάθος, είναι συμπαθής. Δεν είναι, βέβαια, ούτε έξυπνος, ούτε ταλαντούχος. Αλλά δεν φταίει γι’ αυτό, τουλάχιστον, δεν είναι μοχθηρός, είναι πολύ γλυκός, κι εσείς επιτρέψατε σ’ αυτόν τον απαίσιο χαρτοπαίκτη να τον γδύσει. Γιατί το κάνατε;

Σάστισα.

– Ακούστε… δε σας καταλαβαίνω. Αφού το έργο είναι τέτοιο…  Χωρίς αυτά δε θα υπήρχε καν. Καταλαβαίνετε; Πρόκειται για την υπόθεση του έργου.

Πάλι δάγκωσε το μαντηλάκι και πάλι με ρώτησε με μομφή:

– Ας είναι έτσι, ας υποθέσουμε πως έχετε δίκαιο. Αλλά εσείς η ίδια δε λυπάστε αυτό τον ευκολόπιστο φουκαρά; Πείτε μου, δεν πονάτε, όταν μπροστά σας πληγώνουν έναν ανυπεράσπιστο;

– Πονάω, αναστέναξα.

– Τότε γιατί το επιτρέπετε; Άρα, δεν τον λυπάστε.

– Ακούστε! είπα σοβαρά. Αφού εγώ η ίδια τον έχω επινοήσει. Καταλαβαίνετε; Δε συμβαίνει στ’ αλήθεια κάτι τέτοιο, ούτε και συνέβαινε. Γιατί αναστατωθήκατε;

– Ξέρω, εσείς τον έχετε επινοήσει. Γι’ αυτό και απευθύνομαι σε σας. Άρα μπορείτε και να διορθώσετε. Ξέρετε τι σκέφτηκα; Δώστε του κάποια κληρονομιά. Εντελώς αναπάντεχα.

Δεν απάντησα.

– Έστω και μια μικρή, καμιά διακοσαριά ρούβλια, για να μπορέσει να συνεχίζει μια τίμια ζωή, να ξεκινήσει μια δική του δουλειά. Δε ζητάω πολλά: μόνο διακόσια ρούβλια για τον πρώτο καιρό, μετά θα σταθεί στα πόδια του και τότε δεν θα χολοσκάω γι’ αυτόν.

Δε μίλησα.

– Μα γιατί δεν μπορείτε; Ας είναι και εκατό πενήντα.

Δε μιλούσα.

– Εκατό. Εκατό ρούβλια. Λιγότερο δεν έχει νόημα, αφού τον φέρατε από τον Μπερτιάνσκ. Τα εισιτήρια είναι ακριβά, ακόμα και της τρίτης θέσης. Πάλι δεν μπορείτε;

– Δεν μπορώ.

– Παναγία μου, τι να κάνω; Πιστέψτε με, θα του έδινα από τα δικά μου χρήματα, αλλά αυτό δε γίνεται! Δε θα ζητούσα ποτέ από σας, αλλά μόνο εσείς μπορείτε να τον βοηθήσετε! Κι εσείς δε θέλετε. Σκεφτείτε, τι τρομερό είναι! Να σας πω ειλικρινά, ποτέ δε σας φανταζόμουν τόσο σκληρή. Μεταξύ μας, σας έχω πιάσει κάποιες φορές να κάνετε άσχημα πράγματα: τη μία πετάξατε έναν νεαρό από το ξενοδοχείο και τον κάνατε περίγελο όλου του θεάτρου. Την άλλη διαλύσατε την οικογενειακή ευτυχία για κάποια καρφίτσα, που είχει χάσει η υπηρέτρια. Αλλά πάντα με παρηγορούσε η σκέψη, ότι απλά δίπλα σας δεν υπάρχει ένας καλός άνθρωπος να σας υποδείξει τη σκληρότητά σας. Αλλά πώς να εξηγήσω ότι τώρα δε θέλετε να διορθώσετε το κακό που έχετε κάνει;

 

 

– Μα δεν αντιλέγω… Απλά θα χαλάσει όλο το έργο. Σκεφτείτε και μόνη σας: από πού κι ως που θα πάρει κληρονομιά;

– Ωραία, τότε κάντε τον να προνοήσει να κρατήσει εκατό ρούβλια, για παν ενδεχόμενο.

– Δε γίνεται! Δεν είναι του χαρακτήρα του.

– Ας είναι! Αρκεί να πάρει μια ανάσα! Θεέ μου! Αφού τα πάντα εξαρτώνται από σας!

Με έβαλε σε σκέψη.

Πράγματι, είναι γουρουνιά εκ μέρους μου να χαντακώσω έτσι έναν άνθρωπο. Κατά κάποιο τρόπο είμαι η μοίρα του, τον ανακαλώ από την ανυπαρξία για να τον βασανίσω. Αν είχα ευγενική ψυχή, θα ανακαλούσα ανθρώπους μόνο και μόνο για να τους χαρίσω ευτυχία και χαρά. Κι εγώ; Τους περιγελώ δημόσια, τους κοροϊδεύω και τους κλέβω με βοήθεια κάποιων σκοτεινών τύπων. Άσχημα. Αηδιαστικά. Είναι η ώρα να συνέλθω.

-Και τι να κάνω, φιλτάτη μου; Είπα στην ηθοποιό. Είμαι έτοιμη να τον βοηθήσω, αλλά είναι αργά. Η γενική πρόβα έχει τελειώσει, το βράδυ έχουμε πρεμιέρα. Τώρα δε γίνεται τίποτα.

– Καταστροφή! Θα χαθεί ένας άνθρωπος!

– Θα πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, συμφώνησα λυπημένα. Μόνος του, σε μια ξένη πόλη……

– Πώς δεν το είχατε σκεφτεί πριν;

– Ξέρω κι εγώ; Αποκτηνώθηκα, μάλλον.

Σωπάσαμε και οι δύο. Καθόμασταν με τα κεφάλια κατεβασμένα, αποσβολωμένες..

– Ξέρετε κάτι, ξαφνικά αποφάσισα εγώ. Δεν θα τον αφήσουμε έτσι. Θα του δώσουμε δέκα χιλιάδες. Όχι όμως σήμερα, αλλά μετά, όταν το θεατρικό δημοσιευτεί. Θα βάλω ένα αστεράκι και θα γράψω υποσημείωση: ο τάδε πήρε ξαφνικά από τη θεία του (πώς το σκέφτηκα!) δέκα χιλιάδες, άνοιξε επιχείρηση και εξελίχθηκε πολύ γρήγορα! Σύμφωνη;

-Καλή μου! Μπορώ να σας φιλήσω;

– Εννοείται! Ελάτε να φιληθούμε, έτσι θα ξαλαφρώσουμε. Ξέρετε, θα του δώσω είκοσι χιλιάδες. Ας πάει στην ευχή του Θεού, έτσι θα τακτοποιηθεί μια ώρα αρχύτερα.

– Αχ, τι άνθρωπος είστε… Μήπως… μόνο μη με παρεξηγήσετε… Μήπως σε κείνο το νεαρό, που λέγαμε, που τον έχετε διώξει πέρσι… Μήπως γίνεται να του δώσουμε κάτι τι;

– Βέβαια. Αυτός ο δικός μας, ο κοκκινομάλλης μπορεί να τον συναντήσει και να του δώσει δύο χιλιάδες από τις είκοσι δικές του.

– Ναι, ναι, σωστά. Ας μάθει να κάνει καλές πράξεις! Τι καλή που είστε! Και… με τους άλλους τι θα γίνει;

-Δώστε μου λίγο χρόνο! Θα τους βολέψουμε κι εκείνους!

– Αγάπη μου! Θυμάστε, στο διήγημά σας μια γεροντοκόρη περίμενε την ημέρα του Αγίου Πνεύματος γαμπρό; Μ’ αυτή τη θα κάνουμε;

– Σιγά το πράγμα! Δεν ήταν και πολύ γριά, ούτε τριάντα πέντε. Θα πάρει ένα σκασμό λεφτά, θα πάει διακοπές και θα φρεσκαριστεί.  Θα βρει και άνδρα.

– Καλή μου, καλή μου! Ελάτε να φιληθούμε! Ξέρετε, άλλαξε και το πρόσωπό σας! Λόγω τιμής! Δέστε και μόνη σας στον καθρέφτη.

Κοίταξα.

Πράγματι, άλλαξε.

Αλλά πώς άλλαξε – δε θα πω.

 

Μετάφραση: AVANTGARDE

 

*Τέφφι (πραγματικό όνομα Ναντέζντα Λοχβίτσκαγια (1872-1952), Ρωσίδα συγγραφέας και ποιήτρια.