«Ο ηθοποιός στη σκηνή πρέπει να είναι αινιγματικός»

Ξεκίνησε το master class του Ρώσου σκηνοθέτη ADOLF SHAPIRO στην Αθήνα «Μπέρτολντ Μπρεχτ. Από το κείμενο στη σκηνή»

Στις 16 Οκτωβρίου ξεκίνησε το δεύτερο master class των Ελλήνων ηθοποιών και σκηνοθετών με τον Ρώσο σκηνοθέτη ADOLF SHAPIRO: αν πέρυσι το Μάιο το θέμα ήταν ο Τσέχωφ, φέτος οι συμμετέχοντες θα ασχοληθούν με το Θέατρο του Μπέρτολντ Μπρεχτ, επίκαιρο όσο ποτέ στον κόσμο, που επιλέγει την ασφάλεια (τρόπος του λέγειν…), θυσιάζοντας την ανεξαρτησία…

Τα μαθήματα ξεκίνησαν με σωματικές ασκήσεις: πριν γνωριστούν με τον σκηνοθέτη και με τους συμμαθητές τους, οι ηθοποιοί έπρεπε να προετοιμαστούν, απελευθερώνοντας τον εαυτό τους από κάθε αρνητηκή, κάθε άσχετη ενέργεια, αφήνοντας πίσω τον έξω κόσμο και κάνοντας τον χώρο του KODOSTAGE δικό τους.

«Καμιά φορά, λέει ο σκηνοθέτης, τους ηθοποιούς συμβουλεύουν να παρακολουθούν τη ζωή γύρω τους, καθώς πηγαίνουν για πρόβες. Είναι λάθος: δεν πρέπει να συναντάτε τη ζωή πριν τις πρόβες. Το επιβεβαιώνει και η αρχιτεκτονική των θεάτρων, που δεν είχαν παράθυρα: η ζωή του θεάτρου δεν έχει καμιά σχέση με τον έξω κόσμο…»

«Η Τέχνη είναι υπέρβαση των συνόρων ανάμεσα στο κείμενο και τη σκηνή, ανάμεσα στη συνηθισμένη ζωή και τη μεταφορά, ανάμεσα στη δημόσια και την προσωπική ζωή. Τέτοιο σύνορο περνάει στο θέατρο ανάμεσα στους θεατές και στη σκηνή, αλλά υπάρχουν σύνορα και ανάμεσα στον ηθοποιό και τον ήρωά του».

«Διάφορα συστήματα αντιλαβάνονται διαφορετικά τις σχέσεις ανάμεσα στον ηθοποιό και τον ήρωά του. Ο Στανισλάφσκι απαιτούσε την πλήρη ταύτιση, για να ξεχάσει ο ακροατής, ότι βρίσκεται στο θέατρο. Στον Μπρέχτ τα πράγματα είναι διαφορετικά: ο Μπρεχτ απαιτεί σύγκρουση ανάμεσα στον ηθοποίο και το ακροατήριό του. Ο ηθοποιός στη σκηνή πρέπει να αποτελεί μυστήριο για τον θεατή, δεν πρέπει να είναι κατανοητός! Ο ακροατής πρέπει συνεχώς να αναρωτιέται: γιατί ο ηθοποιός είπε αυτό; Γιατί κοίταξε έτσι; Γιατί χαμογέλασε; Πρέπει να αποκρυπτογραφεί συνεχώς. Το ίδιο συμβαίνει και στον αθλητισμό: καλός παίκτης είναι ο απρόβλεπτος παίκτης. Γενικά, ο άνθρωπος πρέπει να είναι αινιγματικός».

«Ο ηθοποιός πρέπει να απελευθερωθεί, και σ΄αυτό βοηθούν οι ασκήσεις, με τις οποίες ξεκινήσαμε. Αν δεν απελευθερωθούμε, δεν μπορούμε να περάσουμε τα σύνορα. Μπορούμε να λέμε όσο θέλουμε, ότι πρέπει να αγαπάμε το θέατρο, να θυσιαζόμαστε για το θέατρο, αλλά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, αλλά μπορούμε να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας, να θυμηθούμε, για παράδειγμα κάτι καλό».

«Είμαστε ένα κομμάτι του ζωϊκου κόσμου, και από δω προέρχονται όλες οι παρεξηγήσεις ανάμεσα στους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς: πώς ο σκηνοθέτης μπορεί να οδηγεί τον ηθοποιό, όταν δεν καταλαβαίνει τη φύση του; Όταν δίνει στο λιοντάρι το ρόλο, που μπορεί να παίξει ένα ελάφι; Ή στο λαγό – το ρόλο του λιονταριού; Πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση του ήρωα, πρέπει να γίνεται επικοινωνία σε επίπεδο ενέργειας, κίνησης: ο θεατής δε θα θυμάται το κείμενο μετά την παράσταση, δε θα θυμάται σκέψεις, αλλά θα θυμάται τις κινήσεις, τις αντιδράσεις, τα βλέμματα. Θα του μείνει η εντύπωση, και αυτό είναι το κυριότερο».

«Ο κόσμος μας αλλάζει. Αλλάζει η ηθική, ανταλάξαμε την ανεξαρτησία με την ασφάλεια: κάποτε πολεμούσαν γι΄αυτήν, χυνόταν αίμα. Πριν την 11 Σεπτεμβρίου, αν έλεγαν στους Αμερικανούς, ότι θα ψηφίσουν υπέρ της παρακολούθησης των συνομιλιών, δεν θα το πίστευαν!

Άλλαξαν τα πάντα και άλλαξαν απότομα: στο κεφάλι, στην ηθική, στις σχέσεις, κι αυτό δεν μπορεί να περάσει χωρίς ν΄αφήσει βαθιά σημάδια.

Στη ζωή μας μπήκε πλέον η εικονική επικοινωνία: κάθε άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του και να ακουστεί ανά πάσα στιγμή… Η εσιβολή στην προσωπική ζωή γίνεται σε καθημερινή βάση, ο άνθρωπος γίνεται θεατρικός ήρωας, δημόσια περσόνα. Οι άνθρωποι, που μιλούν στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση φέρονται σαν ηθοποιοί, που παίζουν ορισμένους ρόλους, σύμφωνα με τις προσταγές του κόμματός τους. Είναι καθαρός Μπρεχτ! Γιατί η εισβολή στην προσωπική ζωή ξεκίνησε τότε. Ο Μπρεχτ έγραψε τον Τρόμο και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ με ένα και μοναδικό σκοπό: να πει στην Ευρώπη αυτά, που συμβαίνουν στη Γερμανία, να προειδοποιήσει. Και δεν τον άκουσαν!»

«Είναι πράγματι μεγάλο έργο, ο Μπρεχτ έδειξε το βασικό: πώς αυτή η ασθένεια εισβάλλει μέσα στην κοινωνία, στην οικογένεια, σε κάθε κυψέλη της, σαν τις μεταστάσεις, που εξαπλώνονται αθόρυβα. Είναι τρομερό έργο.

Ο περασμένος αιώνας ήταν αιώνας των ιδεολογικών αγώνων: κομμουνισμός, φασισμός, σοσιαλισμός. Σήμερα δεν υπάρχουν ιδεολογίες, υπάρχει μπίζνες, πετρέλαιο, θρησκευτικοί πόλεμοι, κι αυτό αλλάζει ριζικά την εικόνα του κόσμου. Τι χτίζουν οι σημερινές κοινωνίες; Δεν ξέρει κανείς. Παράλληλα, αλλάζει και το Θέατρο, εξαφανίζεται το κείμενο, ως βάση της σκέψης, ως τρόπος επικοινωνίας. Το αντικαθιστούν οι εικόνες, οι άνθρωποι συνηθίζουν να σκέφτονται με εικόνες.

Ο Μπρεχτ φέρνει νέο θέατρο: το παλιό θέατρο ήθελε να συνενώσει το ακροατήριο, για να αναπνέει ταυτόχρονα, ο Μπρεχτ χωρίζει το ακροατήριο, θέλει να γίνει σύγκρουση.

Αυτά που συμβαίνουν στα έργα του – δεν είναι φανερά και μέχρι ενός σημείου δεν πονάνε: αφού δεν τρέχει τίποτα, τον φίλο σου απολύουν από τη δουλεία, και γι΄αυτό υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες. «Τα πάντα ξεκινούν από την αντικειμενικότητα», λέει η ηρωίδα του κειμένου «Εβραία σύζυγός»|.

«Τον Μπρεχτ ενδιαφέρει ο άνθρωπος ως μέρος της κοινωνίας. Ο άνθρωπος τείνει πάντα να δικαιολογεί τον εαυτό του. Όπως όταν πάσχει από λουμπάγκο: ψάχνει να βρεί βολικότερη θέση, εκεί, που υποφέρει λιγότερο. Τείνει να κατηγορεί όλους εκτός από τον εαυτό του, θέλει να δικαιολογήσει τους συμβιβασμόυς του, λέγοντας, ότι δεν γινόταν να φερθεί αλλιώς, ότι δεν είχε διέξοδο, γιατί για να ζει διαφορετικά, να φερθεί διαφορετικά, θα πρέπει να απαρνηθεί πολλά πράγματα. Από την ενοχή του καθενός χτίζεται η ενοχή όλης της κοινωνίας.

Ο Μπρεχτ έγραψε τα κείμενα του έργου σε διαφορετικές περιόδους, είχε φανταστικό κοινωνικό ένστινκτο: μόλις ο Χίτλερ έγινε εξουσία, ο Μπρεχτ εγκατέλειψε τη Γερμανία, και από κει και πέρα περιπλανιόταν από χώρα σε χώρα, δραπετεύοντας από τον φασισμό, προειδοποιώντας τον κόσμο.

Ο Τρόμος και Αθλιότητα είναι έργο-προειδοποίηση, την οποία τότε δεν κατάλαβε κανείς, πιστεύοντας, ότι ο συγγραφέας υπερβάλλει…»