Η ψαρόσουπα του Λόρδου Μπάιρον

Αφιερωμένο στα 230 χρόνια του μεγάλου ποιητή και φιλέλληνα

της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια

Γνωρίζουμε τον Λόρδο Μπάιρον ως ποιητή, ως πολεμιστή, ως επαναστάτη, ως φιλέλληνα…

Αλλά ως… καλοφαγά και μάγειρα, που οραματίζεται καινούργιες συνταγές;

Και όμως…

Το 1823 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος προσκαλεί στο Μεσολόγγι τον 35χρονο Λόρδο Μπάιρον, που φτάνει στην Ελλάδα με κλονισμένη υγεία, και σε συνθήκες της στρατιωτικής ζωής η κατάστασή του χειροτερεύει. Ο συγγραφέας Βλαντίμιρ Κρεσλάφσκι ισχυρίζεται, ότι ο Μπάιρον ασχολήθηκε με τη μαγειρική στην Ελλάδα, όταν πεινούσε στο Μεσολόγγι! 

«Τι μπορεί να είναι πιο υγιές από τις ανθρώπινες επιθυμίες»; έλεγε προσπαθώντας να πείσει τον Μαυροκορδάτο.
– Το παιχνίδι του μυαλού δε θα αντικαταστήσει ποτέ τις χαρές του στομαχιού από ένα καλομαγειρεμένο γκούλας!.. Σας βεβαιώ, ότι αν ταΐζουμε  τον κόσμο μόνο με ψιλοκομμένο κρέας, η χαρά αργά ή γρήγορα θα μετατραπεί σε βασανιστήριο, και οι άνδρες σας δεν θα αντέξουν για πολύ!

Ο Μαυροκορδάτος, συνηθισμένους στις υπερβολές του μουσαφίρη του, χαμογέλασε:
– Δε πρόκειται να σας αντιμιλήσω, αγαπητέ Λόρδε. Αλλά προσβάλλετε τους μαγείρους μας! Εκτός αυτού, το γκούλας, που λέτε, εκτός από μοσχαρίσιο κρέας, μπορεί να μαγειρευτεί και από αρνίσιο, και από χοιρινό κρέας. Οι μάγειροί μας φτιάχνουν ομελέτες, κρέας με πιπεριές, και καπνιστό ψάρι.

Ο Μπάιρον στράβωσε το στόμα του:
– Ποιος καπνίζει ψάρι πάνω από τη γυμνή φωτιά; Το έχω φάει μια φορά και για ένα ολόκληρο μήνα έχασα την όρεξή μου! Το ψάρι πρέπει να είναι τρυφερό, αλλά να διατηρεί το άρωμα της θάλασσας. Εσείς, οι Έλληνες, δεν αγαπάτε τους Ιταλούς, αλλά οι Ιταλοί ξέρουν να φτιάχνουν ωραίο ψάρι. Το ψήνουν μέσα στο ζυμάρι, φτιάχνουν ψαρόπιτες, και ξέρετε τι άλλο έχουν σκαρφιστεί οι αθεόφοβοι; Στη Νεάπολη έχω δοκιμάσει σνίτσελ από ψάρι με τυρί και τριμμένη φρυγανιά! Δεν μπορείτε να φανταστείτε, πρίγκιπά μου, τι απόλαυση ήταν αυτή! Η λεπτή φέτα ψαριού έλιωνε στο στόμα, και για πρώτη φορά συμφώνησα με αυτούς, που ισχυρίζονται, ότι η μαγειρική είναι τέχνη!

Ο Μαυροκορδάτος ανασηκώθηκε, το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Αλλά ο Μπάιρον δεν πρόσεξε την αλλαγή στη διάθεση του Έλληνα και συνέχισε:
– Είναι τέχνη, πρίγκιπα! Σας βεβαιώ! Μονάχα η μεγάλη ποίηση είναι ικανή να ζει αιώνια, αλλά τα έργα ενός μάγειρα είναι εφήμερα – ζουν λίγα λεπτά, στην καλύτερη περίπτωση – κάμποσες ημέρες!… Δεν θα ξεχάσω το χοιρινό που μου έφτιαξαν στη Γερμανία. Θεϊκή γεύση! Ο μάγειράς μου μού το φτιάχνει συχνά. Αλλά, σταθείτε… ο Μπάιρον πρόσεξε ξαφνικά, ότι τα μάτια του Έλληνα πετάνε κεραυνούς, και σαστισμένος προσπάθησε να διορθώσει την ατοπία του… Δεν υπονοώ, ότι πρέπει να φτιάχνετε στους άνδρες σας γκουρμέ και εξεζητημένα πιάτα.. Μιλάω μόνο για ποικιλία…

Ήταν όμως αργά. Ο Μαυροκορδάτος ήδη στεκόταν στην έξοδο από τη σκηνή του Μπάιρον. Γύρισε το κεφάλι του και είπε, τονίζοντας κάθε λέξη:
– Εμείς, οι Έλληνες, πάντα καλωσορίζουμε τους φίλους μας και είμαστε έτοιμοι να διδαχτούμε από αυτούς. Θα μεταφέρω στους μαγείρές μας, ότι ο Άγγλος φίλος μας είναι έτοιμος να τους παραδώσει μερικά μαθήματα ιταλικής κουζίνας.

Για κάμποσες ημέρες μετά από αυτή τη συζήτηση ο Μπάιρον δεν έβγαινε από τη σκηνή, τόσο χάλια ήταν η υγεία του. Οι γιατροί, που έστειλε ο Μαυροκορδάτος, βρήκαν, ότι η ασθένειά του προχωράει μέρα με τη μέρα.

Μια βδομάδα αργότερα ο Μπάιρον ένιωθε, ότι οι δυνάμεις του επιστρέφουν και πήγε στη σκηνή του Μαυροκορδάτου:
– Το σκέφτηκα, πρίγκιπα…

Τα πόδια μόλις κρατούσαν τον ποιητή.
–  Σκέφτηκα, πώς θα αποδείξω, ότι η τέχνη της μαγειρικής δεν είναι κατώτερη από την τέχνη του πολέμου ή και του λόγου… Είμαι σίγουρος, ότι η συνταγή που ονειρεύτηκα εχτές τη νύχτα, δε θα είναι χειρότερη ούτε από τις συνταγές της κουζίνας των Απενίνων, ούτε και της βέρας ελληνικής.

Για μια στιγμή ο ασθενής έχασε την ισορροπία του.
– Στείλτε μου τους μαγείρές σας, είπε. Θα τους μάθω πώς να φτιάχνουν ψαρόσουπα ώστε το ψάρι να διατηρεί το άρωμα της θάλασσας.

Την ίδια μέρα με τη συνταγή του ποιητή φτιάχτηκε μια σούπα που οι Έλληνες λάτρεψαν για την απλότητα και τη γεύση της. Και ο ποιητής, μόλις την έφαγε ξανάνιωσε. Πίστευε, ότι η αρρώστια υποχώρησε και συζητούσε σοβαρά τη συμμετοχή του στις μελλοντικές ενέργειες κατά του εχθρού. Όμως στις 19 Απριλίου του 1824 ο Μπάιρον έχασε τη μάχη με το θάνατο. Και αν ο περισσότερος κόσμος τον τιμά ως μεγάλο ρομαντικό ποιητή, αν οι Άγγλοι τον θυμούνται ως άνθρωπο δύστροπο και ασυγκράτητο στα πάθη του, στη μνήμη των Ελλήνων ο Μπάιρον έμεινε ως Βρεττανός, που οραματίστηκε την περίφημη ελληνική ψαρόσουπα…»