Μια Ρωσική Ιστορία γραμμένη για όλους

«Η Ρωσία δεν είναι ιδέα. Είναι μια συγκεκριμένη χώρα με συγκεκριμένη γεωγραφική θέση στον πλανήτη, με πλειοψηφική γλώσσα και κουλτούρα και με πολύ συγκεκριμένη ιστορία. Ωστόσο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, έξω από τα σύνορά της υπήρξε μια ιδέα και όχι ένας τόπος – μια ιδέα για τον σοσιαλισμό. Σοβαρές αντιπαραθέσεις μαίνονταν για την πολιτική, την οικονομία και την κουλτούρα της, οι περισσότερες από και για ανθρώπους που δεν ήξεραν τη γλώσσα, δεν την είχαν επισκεφθεί ποτέ ούτε γνώριζαν καλά τη χώρα και την ιστορία της. Ακόμη και οι καλύτερα ενημερωμένοι είχαν ως σημείο εκκίνησης υποθέσεις για το πόσο επιθυμητό ή μη ήταν ένα σοσιαλιστικό καθεστώς. […] Το αποτέλεσμα ήταν μια συζήτηση περιορισμένη σε συγκεκριμένα θέματα: ήταν αποτελεσματική ή όχι η σχεδιασμένη οικονομία; Πόσοι πολιτικοί κρατούμενοι υπήρχαν; Πώς μπόρεσαν οι Σοβιετικοί να στείλουν άνθρωπο στο Διάστημα; Θα έπρεπε το καθεστώς να ονομάζεται σοσιαλισμός, κομμουνισμός ή ολοκληρωτισμός; Ήταν ο κομμουνισμός αποτέλεσμα της ρωσικής ιστορίας; Προετοίμασε η ρωσική ιντελιγκέντσια τον δρόμο για τον κομμουνισμό, ακούσια ή μη; Μήπως ο σταδιακός εκσυγχρονισμός της Ρωσίας κατέστησε αναπόφευκτο το 1917; Σε όλες αυτές τις συζητήσεις η ιστορία της Ρωσίας μέχρι τη στιγμή της επανάστασης ήταν απλώς ένας πρόλογος».

Τα παραπάνω είναι οι πρώτες παράγραφοι στην εισαγωγή του βιβλίου του Paul Bushkovitch «Ιστορία της Ρωσίας» και στην πραγματικότητα υπογραμμίζει την επιθυμία του συγγραφέα να γνωρίσει σε ένα ετερόκλητο, μη ακαδημαϊκό, κοινό την ιστορία μιας χώρας έτσι όπως ελάχιστοι, διεθνώς, έχουν επιχειρήσει. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι η Ρωσία δεν ξεκίνησε με τον Μεγάλο Πέτρο ή τον Στάλιν. Σκανδιναβοί, Βίκινγκς, οι πρώτοι ανατολικοί Σλάβοι, Ούννοι και διάφορα τουρκικά φύλα μέχρι τον 8ο αι. είχαν σχηματίσει τη «μαγιά» της Ρωσίας. Από τον 9ο μ.Χ. αιώνα και μέχρι τον 15ο, οι κάτοικοι και η γη ονομάζονταν «Ρως», είχαν πρωτεύουσα το Κίεβο και δεν υπήρχαν ουσιαστικά διαφορές, ως προς την κρατική συγκρότηση, από αυτό που σήμερα ονομάζουμε Δυτική Ευρώπη, η οποία, το 950 μ.Χ., ήταν ένα εξαθλιωμένο σύνολο από ασήμαντα βασίλεια και τοπικές δυναστείες. Η κλασική φεουδαρχική κοινωνία της μεσαιωνικής Ευρώπης μόλις σχηματιζόταν, η μεγαλύτερη δύναμη στον Βορρά ήταν η Δανία και οι Βίκινγκς είχαν μικρά βασίλεια στη Σκωτία και την Ιρλανδία.

Θεϊκή ποικιλία

Θρησκευτικώς μιλώντας, οι Ρως και οι γύρω φυλές απολάμβαναν τη θεϊκή ποικιλία των βόρειων παγανιστών, η φαντασία των οποίων βοηθά μέχρι σήμερα στη δημιουργία εξαίσιων σκανδιναβικών θρίλερ και τηλεοπτικών σειρών. Ο Περούν, ο θεός της βροντής και του ουρανού, ο Βέλες, ο θεός των βοοειδών, και ο υπέροχος Στρίμπογκ, ο θεός των ανέμων που ζούσε στις στέπες και στα δάση περνώντας πάνω από τα ξύλινα σκαριά που διέσχιζαν τα παγωμένα ποτάμια, ήταν βασικοί πρωταγωνιστές.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι πρίγκιπες του Κιέβου, με βάρκες φτιαγμένες από κορμούς δέντρων, ακολουθώντας τις ακτές έφτασαν ώς την Κωνσταντινούπολη. Εκείνη την εποχή οι Ελληνες είχαν ανακάμψει από το σοκ των αραβικών κατακτήσεων του 7ου και 8ου αιώνα και το αναζωογονημένο Βυζάντιο κυριαρχούσε στην Ανατολία και στα νότια Βαλκάνια. Το πρώτο coup de foudre με την Ορθοδοξία ήταν γεγονός. Η πριγκίπισσα Ολγα γίνεται χριστιανή, αν και παραδόξως δεν καταφέρνει να πείσει αμέσως τους δύο γιους της ότι η μάνα είχε δίκιο στην επιλογή της. Φυσικά αυτή η αντίδραση δεν κρατάει πολύ και ο εγγονός Βλαδίμηρος στρέφεται στη θρησκεία της γιαγιάς Ολγας, που είναι ο χριστιανισμός της Κωνσταντινούπολης. Διάφορες υπέροχες και διασκεδαστικές εκδοχές για τον προσηλυτισμό του περιγράφονται στο «Χρονικό» του Νέστορος.

Σύμφωνα με μία εκδοχή, διάφοροι γείτονες έσπευδαν να τον πείσουν να υιοθετήσει τη θρησκεία τους. Πήγε πρώτα ένας μουσουλμάνος από τη Βουλγαρία του Βόλγα και παραλίγο να τα καταφέρει μέχρι που την τελευταία στιγμή ο Βλαδίμηρος μαθαίνει για την απαγόρευση κατανάλωσης οινοπνεύματος. «Το ποτό είναι η απόλαυση των Ρως», είπε στον Βούλγαρο και τον έδιωξε. Κατόπιν ο Βλαδίμηρος στράφηκε στη Ρώμη της οποίας «τα θρησκευτικά τελετουργικά και οι νηστείες έμοιαζαν ελκυστικά, αλλά υπήρχε η ένσταση πως οι πρόγονοι των Ρως είχαν απορρίψει τον χριστιανισμό των Λατίνων. Στη συνέχεια, ήρθε ένας Χάζαρος Εβραίος, αλλά και ο ιουδαϊσμός απέτυχε εξαιτίας της εξορίας των Εβραίων που σαφώς ήταν σημάδι της οργής του Θεού».

Κι εδώ μπαίνουμε εμείς στη σκηνή: «Ηρθε και ένας Ελληνας φιλόσοφος, που εξήγησε τον χριστιανισμό δίνοντας μια συνοπτική περιγραφή της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τονίζοντας την πτώση και την εξιλέωση του ανθρώπου. Ηταν πολύ πειστικός, αλλά ο πρίγκιπας ήθελε μια τελευταία απόδειξη και έστειλε μια αντιπροσωπεία στη Βουλγαρία, στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη. Οι θρησκευτικές τελετές των μουσουλμάνων και των Λατίνων απορρίφθηκαν γιατί στερούνταν ομορφιάς. Κατόπιν οι Ρως πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία. […] Ανέφεραν ότι εντυπωσιάστηκαν τόσο, ώστε δεν ήξεραν αν βρίσκονταν στη γη ή στον ουρανό». Αυτό ήταν…

Η μονή των Σπηλαίων

Η επιλογή του χριστιανισμού στη βυζαντινή του εκδοχή καθόρισε τη θέση της Ρωσίας του Κιέβου και της Ρωσίας μέχρι σήμερα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η ίδρυση ωστόσο της μονής των Σπηλαίων στο Κίεβο τη δεκαετία του 1050, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χάρισε στη Ρωσία το πρώτο της μοναστήρι κατά τα βυζαντινά πρότυπα αλλά όχι και το σύνολο της κοσμικής γραμματείας και των χριστιανικών κειμένων η μελέτη των οποίων ανθούσε στο Βυζάντιο. Οι Ρώσοι θα ανακάλυπταν την ελληνική αρχαιότητα μόλις τον 18ο αιώνα, και μάλιστα από τη Δύση.

Στην πραγματικότητα, δεν πήραν χαμπάρι ούτε τη μεγάλη και καθοριστική ρήξη με το αμοιβαίο ανάθεμα μεταξύ του Πάπα και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το 1054, αλλά ούτε ό,τι ακολούθησε. Μόλις το 1204, με την Τέταρτη Σταυροφορία και την καταστροφή της Βασιλεύουσας από τους σταυροφόρους, αντιλήφθηκαν τη διάσπαση και αποφάσισαν ποια πλευρά θα υποστηρίξουν. Οι χρονικογράφοι της Ρωσίας του Κιέβου αναφέρθηκαν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στις σφαγές και στη βεβήλωση των εκκλησιών και… ιδού: Οι Ρώσοι δεν ήταν πια και δεν είναι απλώς χριστιανοί. Ηταν και είναι χριστιανοί ορθόδοξοι.

Η «εμφάνιση» της Μόσχας

Η Μόσχα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε γραπτές πηγές το 1147 και ώς τα μέσα του 14ου αιώνα εδραιώνει τη θέση της στην τοπική πολιτική σκηνή. Από τον 15ο αι. η Ρωσία αρχίζει να θυμίζει αυτό που όλοι γνωρίζουμε.

Γύρω στα 1750 φθάνει στα μέρη της ο Διαφωτισμός και ξεκινά η άνθηση της ρωσικής κουλτούρας αλλά και επιστήμης, που επίσης μας είναι γνωστή έστω και ως άκουσμα ονομάτων. Οι μαθηματικοί της καταφέρνουν να διατυπώσουν έναν ορισμό του απείρου, αφήνοντας πίσω τους διάσημους Γάλλους και άλλους «δυτικούς».

Ο Λομονόσοφ, ο Πούσκιν, ο Τολστόι, ο Γκόγκολ και πολλοί άλλοι γνωστοί μας συγγραφείς, μουσικοί και εικαστικοί μεγαλουργούν μέσα σε ένα αντιφατικό περιβάλλον: εξαιρετικά σύγχρονο και δυτικά πολιτισμένο, από τη μία, αγράμματο, αγροτικά καθυστερημένο και σχεδόν βάρβαρο, από την άλλη.

Ένα παρελθόν που συνήθως αγνοείται

Από τις 516 σελίδες του βιβλίου, οι τελευταίες 200 αφιερώνονται στο χρονικό διάστημα 1917-1999. Αφιερώνονται, δηλαδή, σε αυτό που –όπως ο συγγραφέας δηλώνει στον πρόλογό του– το σύνολο του κόσμου έχει γνωρίσει και ταυτίσει με τη Ρωσία: την ΕΣΣΔ. Και είναι αλήθεια ότι, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, πλήθος εκδόσεων κατέκλυσαν και συνεχίζουν να αποκαλύπτουν την ιστορία μιας χώρας που, ενώ έπαιξε τόσο καθοριστικό ρόλο στον 20ό αιώνα και συνεχίζει να διεκδικεί έναν ηγετικά ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο και σήμερα, μοιάζει να μην έχει στις σελίδες τους παρελθόν.

Η ευρεία πρόσληψη αλλά, εν πολλοίς, και αυτή των ακαδημαϊκών θέλει τη Ρωσία να ξεκινά με τους τσάρους και να υπάρχει, κυρίως, μέσω της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η παράδοση όμως συνεχίζεται, αφού η σύγχρονη «ροπή» ακαδημαϊκών, κυβερνητικών πολιτικών αναλυτών και δημοσιογράφων θα έμπαινε και κάτω από έναν ενιαίο τίτλο: «Θα μπορούσε να αποφευχθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση και πώς;».

Ο Paul Bushkovitch είναι κορυφαίος μελετητής της ρωσικής Ιστορίας και καθηγητής Ιστορίας από το 1975 στο Yale. Είναι μέλος του περιοδικού Cahiers du Monde Russe. Το βιβλίο του «Ιστορία της Ρωσίας – Πολιτική, οικονομία, κοινωνία, θρησκεία, τέχνες και επιστήμες από τον 9ο αιώνα έως την περεστρόικα» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αιώρα.