ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Ο Γιάννης Στάνκογλου σε μια εξομολογητική συνέντευξη στο Avantgadre και στην Ευγενία Κριτσέφσκαγια

Συνέντευξη με τον Γιάννη Στάνκογλου

04/10/2016

Το AVANTGARDE συνάντησε τον ηθοποιό Γιάννη Στάνκογλου σε μια από τις «νησιώτικες» καφετέριες στου Ψυρρή. Έναν ηθοποιό σπάνιου ταλέντου όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και για τα παγκόσμια. Από τους λίγους που ξέρει να παίζει με το βλέμμα του, με την κίνηση, με τη σιωπή του. «Φτιαγμένος» για τεράστιας κλίμακας ρόλους, δραματικούς, τραγικούς, εκεί που ο ηθοποιός οφείλει να δοθεί «ολόκληρος». Ο Γιάννης Στάνκογλου μεταμορφώνεται στη σκηνή και στην οθόνη, παραμένοντας στη ζωή αυτός που είναι – φίλος και συνομιλητής – χωρίς έπαρση ή ίχνος προσποίησης.

Το μυστικό του; Μάλλον απλό: είναι άνδρας έτσι  όπως έπλασε τους άνδρες ο Δημιουργός,  μέσα και έξω.  Το «έξω» του το θαυμάσαμε, το αγαπήσαμε, το προσκυνήσαμε. Μ’ αυτή τη συνέντευξη θέλαμε να γνωρίσουμε το «μέσα» του. Και δεν το μετανιώσαμε…

– Θ΄ αρχίσω από τα κομπλιμέντα: φέτος το όνομα σου συζητήθηκε πολύ έντονα, καθώς και η παράσταση “Επτά επί Θήβας”. Πολλοί πιστεύουν, μάλιστα,  ότι ήταν η καλύτερη στιγμή του φετινού πολιτιστικού καλοκαιριού. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε ο «χορός» του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Πώς προέκυψε;

Ο Τσέζαρις (διάσημος Λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις – σημ. δικό μας) μας έχει κάνει μια προετοιμασία, αλλά το κύριο δίλημμα ήταν πώς να παρουσιάσει  τους δυο αδελφούς. Σαν πτώματα; Να τους κινούν οι άλλοι σαν μαριονέτες; Αυτό το σαράκι μπήκε και μέσα μου, προσπαθούσα να βρω κι εγώ την καλύτερη δυνατή λύση. Την πέμπτη μέρα των προβών, καθώς διαβάζαμε το κείμενο, βλέπω τον Χρήστο Στυλιανό, με τον οποίο κάναμε διπλή διανομή, ξαπλωμένο στο πάτωμα. Τον σηκώνω και σκέφτομαι: τι κάνουμε τώρα; Θα κάνουμε μάχη; Μάλλον όχι. Πάω κοντά του, του κάνω αγκαλιές, αλλά βίαιες αγκαλιές, μετά φεύγω, ξανακάνω τη γύρα, σαν άγριο ζώο, μετά – ξανά πάλι, στο τέλος τον παίρνω αγκαλιά κι αρχίζω να βαράω, αλλά όχι αυτόν, αλλά τον εαυτό μου. Κι εκεί μου είπε ο Τσέζαρις: «Στάνκογλου, αυτό θα το κρατήσουμε», και το κράτησε και το έκανε ποίημα γιατί είναι πράγματι πολύ μεγάλος σκηνοθέτης. Θέλω να πω ότι δεν έμεινε μόνο σ’ αυτό που πρότεινα, αλλά και δεν πήγε πολύ μακριά. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τσέζαρις έχει σοβιετική θεατρική παιδεία, ξέρει να χρησιμοποιεί την φόρμα που πάντα «κολλάει» στην παράσταση, είναι απολύτως σχετική με το κείμενο. Είναι ανοιχτός και σαν άνθρωπος και σαν σκηνοθέτης στους ηθοποιούς, περιμένει να του προτείνουν οι ηθοποιοί. Πέρυσι δούλεψα για πρώτη φορά με τον Γκραουζίνις στον «Ιούλιο Καίσαρα», και στην αρχή ήμουν λίγο μπλοκαρισμένος, δεν ήξερα τι θέλει, κάθε φορά κάτι προσθέταμε στον χαρακτήρα που ερμήνευα κι αυτό μου άρεσε: δεν έμενα στατικός, κάθε φορά ανακάλυπτα και μια καινούργια  πτυχή, μια άλλη πλευρά. Συνεργαστήκαμε άψογα.

– Το 2004 τον Ετεοκλή ερμήνευσε ο δάσκαλός σας στη Σχολή, Γιώργος Κιμούλης. Ήταν η παράσταση «Επτά επί Θήβας» σκηνοθετημένη από τον ίδιο και σε μετάφραση του ιδίου.

Δυστυχώς, δεν την έχω δει, γιατί τότε μόλις επέστρεψα από τη Νέα Υόρκη. Θυμάμαι όμως τους «Επτά επί Θήβας» του Γιάννη Τσαρούχη το 1982, μια παράσταση στη Θήβα, στο φυσικό χώρο. Η αλήθεια είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο έργο που στήνεται πολύ δύσκολα, μιας και δεν έχει δράση. Ο Τσέζαρις, πιστεύω, το γέμισε με πολύ δράση. Εκτός αυτού η ιστορία του Αισχύλου συνεχίζει να είναι πολύ επίκαιρη.

– Είναι και η ιστορία του εμφυλίου πολέμου κατά κάποιο τρόπο, ο εμφύλιος πόλεμος και ο ελληνικός πόλεμος

Ακριβώς, γι’ αυτό και έχει αυτή την κατάληξη. Εμφύλιος πόλεμος είναι από κείνα τα πράγματα, που δεν έχουμε λύσει ως λαός, ίσως επειδή τελικά δεν τολμούμε να σταθούμε απέναντί του πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν υπάρχει και μια κάποια σταθερή, ας την ονομάσουμε “επίσημη” άποψη επί του θέματος, που να παρουσιάζεται στα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Αλλιώς δεν παίρνεις μαθήματα από την Ιστορία, ούτε από την αρχαία, ούτε από την πρόσφατη. Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, όπως γνωρίζουμε. Και εννοείται, όχι μόνο την Ελλάδα. Κακά τα ψέματα, όλου ξέρουμε το επίπεδο της ελληνικής παιδείας. Τα δικά μου παιδιά είναι ακόμα μικρά, αλλά εγώ υπήρξα μαθητής, έχω βγει στο εξωτερικό, έχω ταξιδέψει. Αυτό που πραγματικά λείπει εδώ, είναι η παιδεία, και μιας και μιλάμε για το θέατρο – θεατρική παιδεία. Παιδεία ελεύθερη ώστε τα παιδιά να είναι έτοιμα να δεχτούνε κάτι διαφορετικό, να βγουν έξω από τα τείχη που υψώνουν γύρω τους.

– Το θέατρο σε όλες τις εποχές, ειδικά αν μιλάμε για την ιστορία της Ευρώπης, ήταν η κινητήρια δύναμη της εξέλιξης της σκέψης. Γιατί το θέατρο στην Ελλάδα είναι χλιαρό, άνευρο θα έλεγα…

Δυστυχώς… Η Ελλάδα έχει γεννήσει το θέατρο, και δεν υπάρχει εδώ μια Ακαδημία Θεάτρου. Για ηθοποιούς, για σκηνοθέτες, κι υπάρχουν πάρα πολλοί αξιόλογοι Έλληνες σκηνοθέτες και ηθοποιοί που θα μπορούσαν να διδάξουν, κι υπάρχουν πολλά παιδιά, που μαθαίνουν θέατρο που λαχταρούν να διδαχτούν. Υπάρχουν σκηνοθέτες και ηθοποιοί που έκαναν και κάνουν δουλειές στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να μοιραστούν και να αξιολογήσουν την πείρα τους. Αλλά η Ακαδημία Θεάτρου δεν υπάρχει ούτε καν σαν ιδέα!

– Μήπως κι αυτό είναι ολίγον …ελληνικό φαινόμενο;

Νομίζω, πως ναι. Δυστυχώς, σπάνια χαιρόμαστε με τις επιτυχίες των άλλων και συχνότερα παίρνουμε μέρος στη δυστυχία του άλλου, παρά στην ευτυχία. Όσον αφορά την Ακαδημία…  Έχουν γίνει όμως κάποιες προτάσεις, απ΄ό, τι γνωρίζω – και από τον Λευτέρη Βογιατζή, και από τον Θόδωρο Τερζόπουλο, έχουν προσεγγίσει κάποια πολιτικά πρόσωπα σχετικά με τη δημιουργία της Ακαδημίας θεάτρου. Αλλά… πνιγόμαστε στη γραφειοκρατία χρόνια τώρα, δεν κάνουμε βήματα που θα έπρεπε να κάνουμε σαν λαός, σαν κράτος.

– Πώς περιμένουμε τότε να βγούμε από την κρίση;  Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει μια παλλαϊκή πολιτική σκέψη και τη σκέψη αυτή διαμορφώνει ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, το θέατρο. Εκείνα είναι που δεν πρέπει να ρίχνουν το ηθικό, αλλά να ενισχύουν την εθνική, ανθρώπινη περηφάνια.

Δυστυχώς (είδες, το είπα πάλι…)…  Η αντίδραση μας είναι συνήθως επιπόλαιη: α, ωραία παράσταση, α, κάτι εισέπραξα από αυτήν. Δεν πάμε όμως παραπέρα, να επικοινωνήσουμε με άλλους ανθρώπους, να γίνεται συζήτηση. Να φέρουν δάσκαλοι και καθηγητές τους μαθητές τους από τα σχολεία, να υπάρχει διαδραστική επαφή με τη νεολαία ώστε να εισπράξει πραγματικά αυτό το «κάτι» από το θέατρο, να το επεξεργαστεί και να το αξιοποιήσει.

– Ποιος από τους μεγάλους και μικρούς Ρώσους συγγραφείς σε έχει επηρεάσει περισσότερο;

Αναμφισβήτητα ο Φιόντορ Ντοστογέφσκι. Προτιμώ τη δική του ηθική της ανθρωπιάς, την ψαγμένη. Από τους δυτικούς – Ο Καμύ και ο Κάφκα.

– Έχεις παίξει σε κάποιο έργο ρωσικού ρεπερτορίου; Θα μπορούσες άνετα να κάνεις καριέρα στο ρωσικό θέατρο ή στο ρωσικό κινηματογράφο, μοιάζεις με Ρώσο και η κουλτούρα της ερμηνείας σου είναι αμιγώς ρωσική. Μάλλον σοβιετική, μιας και το θέατρο και ο κινηματογράφος της χώρας διαμορφώθηκε τότε.

Πρέπει να θυμηθώ, πέρασαν από τότε 18 ολόκληρα χρόνια! Στις Τρείς αδερφές έχω παίξει τον Βερσίνιν… Το 2004 παίξαμε 2-3 παραστάσεις στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης, μείναμε στην πόλη, από την οποία πράγματι έπαθα πλάκα, μ’ αυτό το καταπληκτικό άνοιγμά του, ήμασταν τυχεροί και από άποψη καιρού, δεν έβρεχε, ήταν λιακάδα και ο ουρανός φαινόταν τόσο κοντά σου,  περπατήσαμε στα κανάλια της πόλης, πήγαμε στο Ερμιτάζ. Όμορφη, αυτοκρατορική πόλη…

Κι επίσης, οι γυναίκες… Φλερτάρουνε! Είχα την ευκαιρία να συγκρίνω, γιατί μόλις έχω γυρίσει από τη Νέα Υόρκη. Όταν κοιτούσες γυναίκες στην Αμερική, εκείνες χαμήλωναν το βλέμμα, μη σου πω, ότι τσαντίζονταν όταν την κοίταζες, ενώ το έκανες για καλό, τις κοιτάς σαν να τους λες: «Είσαι όμορφη!» Ενώ στη Ρωσία υπήρχε ένα φλέρτ, ένα παιχνίδι.

– Σίγουρα  υπήρχε φλέρτ! Μιας και μοιάζεις με Ρώσο!

Μου έχουν πει διάφορα: ότι μοιάζω με Σέρβο, με Ρώσο από τη Σιβηρία, διάφορα…

– Πάντως σε περνούσαν για Σλάβο…

Έχω καταγωγή από Έβρο. Οι παππούδες μου από κείνη τη φυλή που λέγεται γκαγκαούζηδες. Είναι οι χριστιανοί, που δεν έχουν αλλαξοπιστήσει. Γκαγκαούζηδες υπάρχουν και στη Βουλγαρία, και στη Ρουμανία, στη Μολδαβία. Έχουν εξαιρετική μουσική, εξαιρετικούς χορούς. Στα ρωσικά σαιτ υπάρχουν δυο καταχωρημένοι γκαγκαούζηδες. Το ένα ήταν το δεξί χέρι του Παύλου Μελά στο Μακεδονικό αγώνα – Άρμεν Κούπτσιος  κι εγώ… (Εδώ μια μικρή παρένθεση από το AVANTGARDE: το έχουμε ψάξει και όποιος επιθυμεί μπορεί να το δει και μόνος του – βικιπαίδεια στο λήμμα «Γκαγκαούζοι στην Ελλάδα –https://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%93%D0%B0%D0%B3%D0%B0%D1%83%D0%B7%D1%8B_%D0%B2_%D0%93%D1%80%D0%B5%D1%86%D0%B8%D0%B8 Απίστευτο!)

Θεωρώ ότι και το θέατρο στη Ρωσία είναι πολύ μπροστά.

– Ποιος από τους μεγάλους Ρώσους, ή σοβιετικούς σκηνοθέτες θα ήθελες να σε σκηνοθετήσει;

Θα πω τον Eimuntas Nekrošius, έχω δει στο Youtube τον Μάκβεθ του και έχω τρελαθεί…Και έχω παρατηρήσει ότι στην περίπτωσή του, όπως και στην περίπωση του Τσέζαρις, δεν καπελώνουν το έργο, ούτε τους ηθοποιούς. Θα έλεγα ότι δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη υπογραφή και μ’ αυτούς μπορείς να δεις διαφορετικές παραστάσεις και να μην καταλάβεις ότι είναι από τον ίδιο σκηνοθέτη. Έτσι μ’ αρέσει και έτσι μ’ αρέσει να κάνω και τη δική μου δουλειά.

– Τι είδος θεάτρο σου αρέσει;

Μ’ αρέσει ν’ αλλάζω: μετά από την τραγωδία να κάνω μιούζικαλ, από το μιούζικαλ – κωμωδία.

– Έχεις κάνει μιούζικαλ;

Πέρυσι, Βίκτωρ-Βικτώρια.

– Γιάννη, στο ρωσικό και το σοβιετικό θέατρο υπήρχαν έργα, που η εκάστοτε εξουσία απαγόρευε. Π.χ. ο Επιθεωρητής του Γκογκόλ, όπου στο πρόσωπο των χαρακτήρων πολλοί από τους επίσημους θεατές αναγνώριζαν τον εαυτό τους. Μεταξύ τους και ο τσάρος… Νικόλας ο Β΄. Έχω την εντύπωση, ότι το θέατρο στην Ελλάδα όπως είναι σήμερα δεν ασχολείται με την καθημερινότητα, δεν υπάρχει ούτε κοινωνικό σύγχρονο ελληνικό έργο, ούτε καυστική πολιτική σάτιρα. Η πραγματικότητα δεν έχει ενδιαφέρον;

Σαφώς και έχει! Αλλά το κακό είναι, ότι πρέπει να προσδιορίσουμε επιτέλους, που ανήκουμε! Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε με ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση. Έτσι ήμασταν πάντα. Αντί, δηλαδή, να βρισκόμαστε με τα δύο πόδια εδώ και να κοιτάζουμε τη Δύση και την Ανατολή, έχουμε ανοίξει τα πόδια και κοιτάζουμε προς τα κάτω, μάλιστα το βλέμμα μας δεν πάει πολύ μακριά, μένει μόνο εδώ πέρα. Κάνουμε πράγματα για την εσωτερική κατανάλωση, τα περισσότερα δηλαδή. . Θέλω και πάλι θα καταλήξω στο θέμα της παιδείας: οι συγγραφείς που γράφουνε θέατρο θα μπορούσαν κάλλιστα να περιγράψουν όλο αυτό το οποίο ζούμε τα τελευταία 8-10 χρόνια σε αυτή τη χώρα, να το πάρουν και να το κάνουν κείμενο θεατρικό, το οποίο θα μπορεί να ανέβει στη Ρωσία, στην Αμερική, στην Αγγλία, στη Γαλλία, σε όλο τον κόσμο, παντού. Γίνονται κάποια μεμονωμένα πράγματα, μικρά, αλλά και πάλι έχει να κάνει με τα θέματα παραγωγής και το θέμα της επικοινωνίας.

– Γιατί, κατά τη γνώμη σου, διαχωρίζουμε το εμπορικό και το ποιοτικό; Πιστεύω, ότι αυτό το διαχωρισμό επινόησαν και το δικαιολογούν οι ατάλαντοι…

Ακριβώς. Εγώ είμαι 18 -19 χρόνια στη δουλειά ως ηθοποιός. Εδώ στην Ελλάδα έχω κάνει και εμπορικά και ποιοτικά πράγματα, όπως το λέτε, εμπορικό και ποιοτικό θέατρο και κινηματογράφο. Δεν διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω, είτε κάνω εμπορικό θέατρο είτε ποιοτικό. Δουλεύω με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με την ίδια λαχτάρα, προσπαθώ να μπω στο ίδιο βάθος  αναλόγως το έργο το οποίο κάνω. Δεν λέω, α, αυτό είναι εμπορικό, δεν θα δουλέψω τόσο ή θα το κάνω μόνο για τα χρήματα, όχι, αλλά αυτό είναι  κάτι που έχω μάθει εγώ μόνος μου. Θέλω να πω δεν μου το μαθε κανείς. Και για μένα αυτός ο διαχωρισμός δεν υπάρχει.

– Πόσες παραστάσεις ανεβαίνουν ετησίως για παράδειγμα, στην Αθήνα;  

450 παραστάσεις το χρόνο στην Αθήνα μόνο.

– Πως το εξηγείς αυτό; Είναι η αγάπη για το θέατρο;

Πιστεύω ότι οι άνθρωποι θέλουν να εκφραστούν με κάποιο τρόπο και το θέατρο είναι ένας τρόπος έκφρασης πολύ όμορφος, πολύ σημαντικός. Και με πολύ εσωτερική παιδεία, αν το κάνεις σωστά. Θα ήθελα πολύ να δω να λειτουργεί στην Ελλάδα μια Ακαδημία Θεάτρου, για να περάσουν από κεί όλα αυτά τα παιδιά που αγαπούν το θέατρο, που έρχονται στο θέατρο. Θα ήθελα να υπάρχουν κείμενα σύγχρονα που μιλάνε για το τώρα, για όλα αυτά  που μας συμβαίνουν αυτή τη στιγμή, για τους μετανάστες, που ζούν σήμερα δίπλα μας, για τη δική μας ταυτότητα, για τα δύσκολα και τα εύκολα. Υπάρχει τρομερό ζουμί να γράφεις – είτε για το θέατρο είτε για το σινεμά.

– Πού νομίζεις ότι είναι πιο κοντά το ελληνικό θέατρο; Στο ρωσικό θέατρο ή το ευρωπαϊκό; Σαν ιδιοσυγκρασία…

Πιστεύω ότι είμαστε πιο κοντά στο ρωσικό. Το ευρωπαϊκό κατά κάποιο τρόπο είναι περισσότερο εγκεφαλικό… Πιστεύω, ότι αυτό το βορειοευρωπαϊκό δεν μας ταιριάζει καθόλου.

– Σαν αξίες που αντιπροσωπεύει;

Ναι, σαν λαός έχουμε άλλα βιώματα, άλλο κλίμα κατ αρχήν, άλλη ελευθερία. Πιστεύω, ότι αυτό που μας λείπει πιο πολύ είναι αυτό που ίσως έχει η Ρωσία, η παιδεία, όταν ξέρω τι κάνω, ο επαγγελματισμός και η αγάπη. Σίγουρα αυτό υπάρχει και στη Γερμανία και στη Βόρεια Ευρώπη, αλλά νομίζω ότι τα θέματα εκεί είναι πιο μακριά από εμάς. Εκεί λύνουν άλλα προβλήματα. Θέλω να πιστεύω ότι ένας καλός θεατρικός συγγραφέας ή ένα καλό κείμενο μπορεί να μιλήσει σε οποιαδήποτε χώρα και για οτιδήποτε. Αρκεί να δεις την αλήθεια του. Ο Ντοστογιέφσκι είναι από τη Ρωσία, αλλά διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι κατανοείς την ανθρώπινη ύπαρξη είτε ζεις στην Ελλάδα, είτε στη Γαλλία, είτε στην Αμερική, είτε στην Λατινική Αμερική, είτε ζεις στην Ιαπωνία.

– Για να καταλάβει την ελληνική ψυχή ποιον πρέπει να διαβάζει κανείς;

Για μένα  – τον  Παπαδιαμάντη…

– Τον λένε και Ντοστογιέφσκι της Ελλάδας…

Για μένα ο μεγάλος συγγραφέας στη λογοτεχνία είναι ο Παπαδιαμάντης. Επίσης ο Καζαντζάκης είναι ένας από αυτούς, που με εκφράζουν πάρα πολύ. Η Ελλάδα έχει πολύ καλούς ποιητές. Η Ελλάδα είναι περισσότερο ποίηση παρά πεζογραφία.

– Αν σου μιλούσαν για μια συμπαραγωγή ρωσοελληνική, τι θα πρότεινες από την ελληνική θεματολογία;

Είναι πολύ σημαντικό αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία εννέα χρόνια, αυτό που λέμε οικονομική κρίση. Δηλαδή, από τη μια βλέπουμε ανθρώπους που δεν έχουνε δουλειά και δεν ξέρουμε πώς τα βγάζουν πέρα, κι από την άλλη βλέπεις γεμάτες καφετέριες, ταβέρνες… Τι συμβαίνει  πραγματικά δηλαδή; Θα ήθελα να δω τι συμβαίνει με αυτές τις αντιθέσεις, γιατί όπως είπες κι εσύ πριν είμαστε λαός των αντιθέσεων, θα έψαχνα τις αντιθέσεις αυτού του τόπου, αυτού του λαού, στην ψυχοσύνθεση του, στην καθημερινότητα του, στην κοινωνία μέσα.

– Υπάρχει δραματουργός που θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο έργο;

Νομίζω, όχι πολλοί. Κάποιοι ίσως, αλλά δε μου έρχεται κάποιο συγκεκριμένο όνομα αυτή τη στιγμή. Μπορεί να γίνομαι λίγο αιρετικός, λίγο, αλλά οι δραματουργοί ενδιαφέρονται να σκηνοθετήσουν και όχι να γράψουν ένα κείμενο. Είναι αυτός ο ναρκισσισμός.

– Μια άλλου είδους δόξα;

Ακριβώς.

– Υπάρχει μια πολύ έντονη συζήτηση στον δημόσιο καλλιτεχνικό χώρο τα τελευταία χρόνια με αφορμή την κρίση, για το αν το δημόσιο πρόσωπο, ο καλλιτέχνης εν προκειμένω, πρέπει να μιλάει με τη σιωπή του ή πρέπει να μιλάει με το λόγο του, ανεξαρτήτως του θεάτρου. Ποια θέση έχεις πάνω σε αυτό;

Εγώ πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να μιλάει κατ’  αρχήν μέσα από το έργο του, μέσα από τις επιλογές του και μέσα από αυτά που αποφασίζει να κάνει. Από κει και πέρα εάν είναι  ένας καλλιτέχνης ο οποίος έχει και πολιτικό λόγο, μπορεί δηλαδή να επηρεάσει θετικά και την κοινωνία, άμεσα εννοώ.  Υπάρχουν καλλιτέχνες, οι οποίοι μπορούν να μιλήσουν μέσα από το έργο τους πάρα πολύ όμορφα και πάρα πολύ ουσιαστικά, και καλλιτέχνες που μπορούν να κάνουν και τα δύο, δηλαδή να μιλήσουν και για την κοινωνία με έναν προφορικό λόγο σωστό, αληθινό που δεν είναι πολιτικοποιημένος, μάλλον κομματικοποιημένος. Θεωρώ πάντως, ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι πολιτικό ον και κάνει ούτως ή άλλως πολιτικές πράξεις. Σε μικρή ή σε μεγάλη κλίμακα.  Μπορεί να γίνομαι κουραστικός, αλλά και πάλι θα επιστρέψω στο θέμα της παιδείας. Πρέπει ν’ αλλάξουμε αυτό το κομμάτι στη χώρα μας. Ας ελπίσουμε, ότι τα νέα παιδιά που βγαίνουν έξω και κάνουν πράγματα, όταν θα γυρίσουν πίσω θα χουν αυτή τη δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα.

– Πιστεύεις ότι θα γυρίσουν πίσω;

Δεν το γνωρίζω. Κι εγώ, όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου, που θέλω να είμαι εδώ, αλλά και θέλω να κάνω όλα αυτά τα ωραία πράγματα, συχνά σκέφτομαι: «Γιατί να μην φύγω;»

– Υπάρχουν προτάσεις δελεαστικές απο έξω;

Είναι δύσκολα να είσαι έξω, ειδικά αν δεν έχεις ως μητρική γλώσσα τα αγγλικά ή τα ρωσικά ή τα γαλλικά.

– Να σου πω κάτι επ’ αυτού που μπορεί να μην ξέρεις. Στο ρωσικό Ίντερνετ υπάρχει ένα άρθρο για τους πιο ωραίους Έλληνες ηθοποιούς. Είσαι ένας από τους πρώτους.

Ναι; Τι λες; Χαίρομαι. Οι πιο ωραίοι εξωτερικά ή οι πιο ωραίοι στη δουλειά;

– Αυτή τη στιγμή μιλάμε για την εξωτερική ομορφιά. Το δεύτερο που ήθελα να πω είναι ότι το σήριαλ “Νησί” είναι μεταφρασμένο στα ρωσικά, παίζεται και το ξέρουν πολύ καλά. Ποια  ταινία σου θα ήθελες να μεταγλωττιστεί και να παιχτεί στα ρωσικά; Από τις ταινίες που έχεις κάνει εννοώ…

Είναι Το Ταγκό των Χριστουγέννων, μια ταινία που πιστεύω ότι έχει μια ωραία ιστορία. Ο Γιάννης Ξανθούλης θεωρώ ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς, σύγχρονους, έχει έναν λόγο που πραγματικά ταιριάζει σε αυτή τη χώρα, έχει το χιούμορ, έχει το τραγικό, παίζει και με τη γλώσσα. Είναι απο την δική του πολύ όμορφη νουβέλα, που γυρίστηκε πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια και πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μπορούσε να παιχτεί. Η ταινία έχει πολύ όμορφη φωτογραφία -του Γιάννη Δρακουλαράκου- εξαιρετική, ο Νίκος Κουτελιδάκης έκανε πολύ καλή δουλειά ως σκηνοθέτης, αν και δεν είχε ξανακάνει, είναι η πρώτη του ταινία, είχε κάνει μόνο τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια. Παρόλα αυτά, έκανε μια ταινία πολύ όμορφη και όποιος με συναντάει στο δρόμο, μου λέει τα καλύτερα λόγια για αυτήν την ταινία. Παρόλα αυτά, εδώ κάποιοι είπαν ότι δεν πήγε τόσο καλά όσο θα θέλανε να πάνε. Και για αυτό δεν προωθήθηκε…

– Δεν ήταν τόσο εμπορική;

Δεν ήταν τόσο εμπορική. Αν και ήταν αρκετά εμπορική εδώ πέρα δεν προωθήθηκε σε κάποια μεγάλα φεστιβάλ στο εξωτερικό, ενώ θα μπορούσε. Επίσης, το Ξενία, του Πάνου Κούτρα. Βέβαια, με το Ξενία πήγαμε στις Κάννες, πήγε αρκετά καλά η ταινία. Έχει ένα σύγχρονο θέμα, καταπιάνεται με πολλά πράγματα της ελληνικής πραγματικότητας. Ένας άλλος σκηνοθέτης του σινεμά είναι ο Γιάννης Οικονομίδης, που εμένα μου αρέσει πάρα πολύ και πιστεύω ότι κι αυτός θα μπορούσε να μιλήσει για τα σύγχρονα θέματα, μέσα στην ελληνική κοινωνία.

– ‘Έχεις μεγαλώσει στον Περισσό. Δεν λέμε, πόσο κοντά είναι εκεί το Σπίτι του Λαού, δεν το πάω εκεί… Θέλω να πω ότι φέτος είναι το Αφιερωματικό έτος Ελλάδας – Ρωσίας. Έχουν έρθει κάποιες παραστάσεις όπως μια συμπαραγωγή με το Εθνικό θέατρο,  έχουν έρθει τα θέατρα της Αγίας Πετρούπολης…

Δυστυχώς, με τη δουλειά δεν πρόλαβα να δω σχεδόν τίποτα. Αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα. Γενικά, πρέπει να έχεις καταλάβει ότι εγώ είμαι πάρα πολύ αυτό που λέμε του ρωσικού θεάτρου, μου αρέσει πάρα πολύ όταν έρχονται εδώ οι ομάδες από τη Ρωσία.

–  Ίσως και να υπάρχει κάτι μέσα στο DNA;

Πρωτίστως είναι ο Ντοστογιέφσκι, τον έχω διαβάσει πάρα πολύ, δεν υπάρχει για μένα ηθοποιός καλός, αν δεν έχει διαβάσει  Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

– Εσύ πάντως δεν είσαι με τίποτα Τσεχοφικός, είσαι ντοστογιεφσκικός…

Εντελώς. Ενώ μου αρέσει ο Τσέχοφ, αλλά είμαι ντοστογιεφσκικος πιο πολύ. Κι ο Γκόγκολ μου αρέσει πολύ…

– Δεν τον έχουν παίξει σωστά. Στην τελευταία παράσταση του Επιθεωρητή το’ χουν ρίξει στη φάρσα που δεν έχει καμιά σχέση με τη φάρσα…

Θα θελα να δω κάποια στιγμή ρωσικό θίασο να κάνει αυτό το έργο.

– Γιάννη, το Αβανγκάρντ με αυτή τη συνέντευξη εγκαινιάζει σειρά συνεντεύξεων με έλληνες ηθοποιούς  τους οποίους συνδέει κάτι με τη Ρωσία …Τι θα ήθελες να πεις στους  θεατές σου – είτε Έλληνες, είτε Ρώσους;

Θέλω να τους πω να συνεχίζουν να αγαπάνε την Ελλάδα και να ομολογήσω, ότι εγώ νιώθω πάρα πολύ κοντά σε αυτό που λέμε ρωσική ψυχολογία. Θέλω να τους ευχηθώ κατ αρχήν να περνάνε καλά, να χαίρονται τη ζωή, αυτό είναι σημαντικό για μένα, να τη χαίρεσαι και να μαθαίνεις, να προσπαθείς να αναπτύσσεις τον εαυτό σου και να βλέπεις, να διεκδικείς και να ρισκάρεις για να κάνεις το καινούργιο, να κάνεις καινούργια πράγματα.

– Τι πρόκειται να κάνεις από δω και πέρα; Πιο είναι το άμεσο και έμμεσο πρόγραμμά σου;

Κατ’ αρχήν φεύγω απόψε το βράδυ για την Κορέα. Πάμε στο Μπουσάν, που είναι από τα μεγαλύτερα Φεστιβάλ της Ασίας, κινηματογραφικό,  με μια ταινία του Γιάννη Σακαρίδη που λέγεται «American square», δηλαδή, «Πλατεία Αμερικής», αυτή που υπάρχει εδώ στην Αθήνα. Είναι μια πολύ όμορφη ταινία με τρεις σπονδυλωτές ιστορίες, με έναν Σύριο μετανάστη, που είναι εδώ και προσπαθεί, δεν είμαι εγώ, είναι ο Βασίλης Κοκκαλάνη, ένας εξαιρετικός ηθοποιός,  ο οποίος κάνει τον Σύριο, που θέλει να φύγει με την κόρη του στη Γερμανία και προσπαθεί να βρει τον τρόπο,  εδώ προσπαθεί να φύγει για Ιταλία. Υπάρχει ο Μάκης Παπαδημητρίου, που κάνει στην ταινία τον ας το πούμε ακροδεξιό, αλλά όχι τόσο έξυπνο, πλην όμως ακραίο χαρακτήρα: προσπαθεί να δηλητηριάσει  τους μετανάστες, που ζουν εδώ πέρα!  Και είναι κι ο δικός μου χαρακτήρας: ερμηνεύω έναν τατού αρτίστ, που γνωρίζει μια γυναίκα από την Αφρική, η οποία θέλει κι αυτή  να φύγει στο εξωτερικό, ενώ ζει στην Ελλάδα, μια τραγουδίστρια.  Ο ήρωάς μου της κάνει ένα τατουάζ, την ερωτεύεται και τελικά τη βοηθάει να φύγει από τη χώρα. Είναι μια πολύ όμορφη ταινία, που μιλάει ακριβώς για το σήμερα.

Ετοιμάζομαι επίσης να κάνω τον Καλιγούλα του Αλμπερτ Καμύ στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά, από 3 Φλεβάρη θα ανέβει και από τα μέσα Νοέμβρη θα ξεκινήσουμε τις πρόβες.

Είναι ένα όνειρο μεγάλο για μένα, από τότε που ήμουν στη Δραματική σχολή. Από τότε ήθελα να το κάνω. Οπότε φέτος είναι η ευκαιρία.  Είναι ένας χαρακτήρας που πραγματικά με έχει επηρεάσει. Όπως και ο Ντοστογιέφσκι, με έχει επηρεάσει πάρα πολύ και ο Αλμπερτ Καμύ – με την φιλοσοφία του και τη λογοτεχνία του, οπότε είμαι πολύ χαρούμενος, που κάνω πράγματα τα οποία μου αρέσουν. Υπάρχει προοπτική να συνεχιστεί του χρόνου το «Επτά επί Θήβας», και βέβαια υπάρχει και όλο αυτό που προσπαθεί ο Γιάννης Αναστασάκης . Καλλιτεχνικός Διευθυντής ΚΘΒΕ – να ταξιδέψει αυτήν την παράσταση.

– Η Ρωσία είναι στον «χάρτη» του;  

Μακάρι, γιατί είναι μια παράσταση που είναι ευέλικτη, δεν είναι δύσκολη ως παραγωγή να ταξιδέψει, δηλαδή δεν έχει πολλά σκηνικά, έχουμε το κείμενο, ωραίες μουσικές, και νομίζω, ότι είναι μια παράσταση που κάλλιστα θα μπορούσε να απευθυνθεί σε όλο τον κόσμο.

– Τι χρειάζεται για να γίνει αυτό;

Πιστεύω η Πολιτεία. Η Πολιτεία η ίδια πρέπει να αναλάβει κάποια πράγματα, εννοώ σαν σύμπραξη, είτε κάποιοι από τη Ρωσία να έρθουν σε επαφή με την Ελλάδα, είτε οι  Έλληνες να προσπαθήσουν να προωθήσουν την παράσταση για  να πάει σε κάποια πολύ καλά φεστιβάλ που υπάρχουν στο εξωτερικό. Γιατί όχι; Μακάρι να πάμε στη Ρωσία. Στη Μόσχα δεν έχω πάει και θα θελα πάρα πολύ να πάω…

Υστερόγραφο από το AVANTGARDE

Όποιος δεν είδε ακόμα τον Γιάννη Στάνκογλου στο θέατρο, έχει την ευκαιρία με το νέο έτος να το κάνει.

Όποιος δεν τον είδε στο σινεμά, ειδικά στο Ταγκό των Χριστουγέννων, πρέπει αμέσως να διορθώσει αυτή την αμέλεια.

Για μια πρώτη γεύση, δείτε αυτό το μικρό βίντεο, που έσπασε το Ρωσικό Youtube: οι γυναίκες – για να ονειρεύονται και οι κοπέλες  – για να έχουν μέτρο σύγκρισης.

Όσο για τους άνδρες, πρέπει να το δουν για να λύσουν το αιώνιο αίνιγμα: τί είναι εκείνο, που κάνει μια γυναίκα να ερωτευτεί…