Βλαντίμιρ Σαρόφ: «Όπου τελειώνει ο Πολιτισμός, σταματάει η ζωή»

Στις 2 Νοεμβρίου, στην αίθουσα του θεάτρου «ΑΛΙΚΗ» της οδού Αμερικής, στο κέντρο της Αθήνας , πραγματοποιήθηκε το 1ο Συμπόσιο «Επενδύοντας στον Πολιτισμό», το οποίο διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και οι Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού.

Το Κέντρο Πολιτισμού και Ανάπτυξης «AVANTGARDE» μεσολάβησε στο να προσκληθεί στην Αθήνα ο σπουδαίος σύγχρονος ρώσος συγγραφέας Βλαντιμίρ Σαρόφ, κάτοχος του Ρωσικού Μπούκερ-2014 για το μυθιστόρημα «Επιστροφή στην Αίγυπτο».

Ο Βλαντίμιρ Σαρόφ μίλησε στην ενότητα «Ο Πολιτισμός πυροδοτεί την Περιφερειακή Ανάπτυξη», και συνομιλητές του ήταν ο πρώην Υπουργός Πολιτισμού και νυν Πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου «Διάζωμα», Σταύρος Μπένος, η Αναπληρώτρια Πρύτανης Προγραμματισμού και Ανάπτυξης Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δέσποινα Κλαβανίδου, και ο Διευθύνων Σύμβουλος του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», Ιωάννης Τριχόπουλος, ενώ ως κεντρικοί ομιλητές προσκλήθηκαν η Λούκα Κατσέλη, Πρόεδρος Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, και Werner Hoyer, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας.

Ο Βλαντίμιρ Σαρόφ ήταν μάλλον μοναδικός ομιλητής, που χωρίς να παραθέτει αριθμούς, αποτελέσματα στατιστικών μελετών ή διαγράμματα, κατάφερε να δείξει απλά και κατανοητά, τί περιμένει μια κοινωνία, όπου πεθαίνει ο Πολιτισμός.

Γι΄αυτό δεν ήταν τυχαίο, ότι ο απλός και λακωνικός του λόγος συγκίνησε πραγματικά το ακροατήριο, και ιδιαίτερα – τους δημοσιογράφους.

«Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής, που βρίσκομαι απόψε εδώ.

Για μένα είναι μεγάλη τιμή, αφού ξεκίνησα τις ιστορικές σπουδές μου, μελετώντας την ιστορία του Αρχαίου κόσμου , αλλά ούτως ή άλλως, κανένας Πολιτισμός, και φυσικά ο ρωσικός Πολιτισμός, δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την Ελλάδα, χωρίς το Βυζάντιο. Χωρίς την Ελλάδα, χωρίς το Βυζάντιο ο Πολιτισμός είναι τυφλός και κουφός.

Κάποτε, στην εποχή των πόλεων-κρατών στην Ελλάδα, οι Αρχές έκαναν πλούσιες επενδύσεις στον Πολιτισμό. Έχτιζαν ναούς και δημόσια κτίρια, προσλάμβαναν δραματουργούς, γλύπτες και ζωγράφους. Και όλα αυτά τα αριστουργήματα συνεχίζουν να υπάρχουν εδώ και πάρα πολλούς αιώνες. Και η ένταση αυτής της ύπαρξης δεν πέφτει επ’ ουδενί. Στη Ρωσία, για παράδειγμα, οι Σχολές μεταφραστών βασίζονται στη κατανόηση των μεταφράσεων του Ομήρου.

Αν πρόκειται να ασχοληθεί κανείς με τη ρωσική ιστορία, δεν θα την κατανοήσει χωρίς να τη συνδέσει με την αρχαία και τη βυζαντινή ιστορία. Μου φαίνεται, ότι αυτό έχει άμεση σχέση με την αποδοτικότητα των επενδύσεων του κράτους στον Πολιτισμό.

Δυστυχώς, δεν γνωρίζω αριθμούς, και μπορώ να έχω μονάχα μιά γενική άποψη και να κρίνω με γενικές μεταφορές.

Η κρίση μου βασίζεται στην βαθύτατη ευγνωμοσύνη για όσα συνέβησαν κάποτε εδώ. Ευγνωμονώ βαθύτατα τους ανθρώπους, που δημιούργησαν όλο αυτόν τον πλούτο: όσους έπλαθαν τα αγάλματα, έχτισαν ναούς και κτίρια, άνοιξαν δρόμους, έλυσαν μαθηματικά και φυσικά προβλήματα και έκαναν τους περιπάτους στα άλση της Αρκαδίας με τους μαθητές τους .

Θα ήθελα να σας αφηγηθώ μια καθαρά ρωσική ιστορία, που περισσότερο μοιάζει με παραβολή και την διάβασα σε ένα περιοδικό.

Μια μικρή πόλη στην περιφέρεια του Τσελιάμπινσκ πέρα από τα Ουράλια, με ένα μικρό εργοστάσιο. Εδώ ζει ένας χοντρός και αδέξιος άνδρας. Δεν έχει οικογένεια, δεν έχει παιδιά και δουλεύει ως μηχανικός κινηματογράφου στο συνεμά της πόλης, φέρνοντας πολύ κακές κόπιες των πολύ καλών ταινιών. Με τα λίγα χρήματα που κερδίζει, ο μηχανικός αγοράζει βιβλία. Η ιστορία αυτή συνέβη στην δεκαετία του ΄70, άρα είναι πάρα πολύ παλιά.

Στο σπίτι του μαζεύεται κόσμος, συζητάει, διαβάζει βιβλία, συχνά τα δανείζεται και δεν τα επιστρέφει ποτέ, γιατί είναι πάρα πολύ καλά βιβλία.

Οι φίλοι πειράζουν τον χοντρούλη, τον ειρωνεύονται…

Μετά ο μηχανικός πέθανε. Και όλοι συνειδητοποίησαν, ότι η ζωή σ΄αυτή την πόλη τελείωσε, γιατί δεν υπήρχε πια χώρος να οργανώνουν τις συγκεντρώσεις τους, κανείς δεν έφερενε πια βιβλία. Δεν είχαν τίποτα να συζητήσουν, ούτε παρακολουθούσαν πια καλές ταινίες. Και οι άνθρωποι άρχιζαν να εγκαταλείπουν αυτή την πόλη, η διανόηση δηλαδή..

Πέρασαν είκοσι χρόνια, οι άνθρωποι αυτοί άρχισαν να αλληλογραφούν, να θυμούνται τον μηχανικό, οι επιστολές τους δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό, που βρέθηκε στα χέρια μου. Έγραφαν, ότι υπήρξε ο σημαντικότερος άνθρωπος της ζωής τους, που τους έμαθαν να διαβάζουν καλά βιβλία, να καταλαβαίνουν τη διαφορά ανάμεσα στην καλή και την κακή  ποίηση.

Η δουλειά μου, όπως και κάθε συγγραφέα, είναι πολύ μοναχική, περνάω πέντε-έξη χρόνια μπροστά στην γραφομηχανή, ανάμεσα σε χαρτιά, και μετά βγαίνω στο φως. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δημιουργήθηκε ένα φυσικό διάλειμμα, όταν ένα βιβλίο έχει τελειώσει και το άλλο δεν έχει αρχίσει ακόμα. Το αξιοποιώ και ταξιδεύω σε όλη τη Ρωσία. Ταξίδεψα στο Αλτάι, μόλις επέστρεψα από το Κρασνογιαρσκ, ταξίδεψα στην περιοχή του Μούρμανσκ, δηλαδή, στη Σιβηρία και στο Βορρά.

Συνήθως οι συγγραφείς που ταξιδεύουν μαζί μου, επισκέφτονται τοπικές βιβλιοθήκες.

Εκεί όλοι μας λένε το ίδιο πράγμα, ότι έξω από τη βιβλιοθήκη δεν υπάρχει ζωή σ΄αυτές τις επαρχιακές πόλεις. Μόλις παύουν να έρχονται οι νέες κυκλοφορίες, μόλις σταματούν να επισκέφτονται τις βιβλιοθήκες οι αναγνώστες, η ζωή σταματάει, όπως συνέβη στην ιστορία με τον μηχανικό, που μόλις σας αφηγήθηκα.

Πολλά βιβλία, που δεν τυγχάνουν ιδιαίτερης ζήτησης, δεν φτάνουν ούτε στις περιφερειακές βιβλιοθήκες, τι να λέμε για τις βιβλιοθήκες των μικρών οικισμών ή και χωριών!

Βέβαια είναι συνδρομητές πολλών χοντρών περιοδικών, διαφόρων κατευθύνσεων, θεμάτων, όπου, μεταξύ άλλων, συζητώνται και θέματα λογοτεχνίας. Και οι άνθρωποι διαβάζουν αυτά τα περιοδικά, και προσλαμβάνουν μια αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα του τί συμβαίνει στην χώρα και τί σκέφτονται οι άνθρωποι της χώρας τους. Αυτά τα περιοδικά γίνονται συνομιλητές τους, έξω από τους οποίους δεν λογίζεται η ζωή τους.

Αλλά κοιτάξτε, τι συμβαίνει. Οι μικρές βιβλιοθήκες έχουν όλο και μικρότερους προϋπολογισμούς, και ως εκ τούτου, αγοράζουν όλο και λιγότερα χοντρά περιοδικά, και είναι τεράστια καταστροφή για τη διανόηση της υπαίθρου, η οποία στηρίζει τον Πολιτισμό και δεν τον αφήνει να γκρεμιστεί.

Δεν γνωρίζω, πως είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, αλλά στη Ρωσία πρέπει στις μικρές βιβλιοθήκες να δωθεί η ευκαιρία να αγοράζουν χοντρά περιοδικά διαφόρων κατευθύνσεων και θεμάτων.

Γιατί, αν η διανόηση εγκαταλείψει τις μικρές πόλεις, το κενό που θα αφήσει θα είναι δυσαναπλήρωτο.

Γιατί ο Πολιτισμός αποτελεί τη βάση της ζωής. Ανεξάρτητα από τους αριθμούς, τους οποίους, ομολογουμένως, δεν γνωρίζω. Είναι η ίδια η ζωή, αυτό, που μένει από μας μετά από μας.

Και όσον αφορά τη λογοτεχνία, τίποτε άλλο δεν μπορεί να διαφυλάξει τις πληροφορίες για το πως ήμασταν, πως αγαπούσαμε και υποφέραμε, τίποτε άλλο δεν μπορεί να διαφυλάξει την απέραντη εναλλαγή των συναισθημάτων μας, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές μας, μονάχα στα απομνημονεύματα και τα ημερολόγια παραμένουμε, όπως ήμασταν κάποτε.

Και όταν όλη αυτή η πληροφορία χαθεί, όπως συνέβη στη Ρωσία μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, εξαφανίζεται το τελευταίο, όπως μου φαίνεται, νόημα της ζωής μας – να διαφυλάξουμε την κατανόηση της ζωής, που μας αντιπροσώπευε,που αντιπροσώπευε τους πατεράδες μας, με άλλα λόγια να γεφυρώσουνε μεταξύ τους διάφορες γενεές, να αναδείξουμε τη διαδοχή και την αλληλοανάγκη τους.

Θέλω να πω, ότι όπου τελειώνει ο Πολιτισμός, σταματάει η ζωή».