Ο πληθωρισμός του λόγου και η κυριαρχία της εικόνας

Ο πληθωρισμός του λόγου και η κυριαρχία της εικόνας

«Τα τελευταία χρόνια στο θέατρο έγιναν ριζικές αλλαγές. Στο πρώτο πλάνο βγήκε η εικόνα και όχι ο λόγος. Αυτό ξεκίνησε ήδη στα τέλη του προηγούμενου, 20ου αιώνα. Και αυτό το φαινόμενο όλο και περισσότερο εξελίσσεται. Και το πρόβλημα είναι τεράστιο».

«Οι λόγοι αυτής της κατάστασης δεν έχουν σχέση με το θέατρο καθαυτού, αλλά, θα έλεγα, τονίζουν την άμεση σχέση του θεάτρου με τη ζωή».

«Πρώτα ο πληθωρισμός του λόγου συντελέστηκε στη ζωή, στην κοινωνία, και μετά ήρθε στο θέατρο. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον στα λόγια. Ολοι οι πολιτικοί λένε τα ίδια και όλοι πράττουν διαφορετικά. Ο λόγος έγινε σαν το συνάλλαγμα δίχως αξία».

«Κάποτε, όταν οι άνθρωποι συμφωνούσαν σε κάτι, έδιναν λόγο ο ένας στον άλλον και τον επισφράγιζαν με μια χειραψία. Δεν είχαν ανάγκη από υπογραφές. Ο λόγος δεν μπορούσε να παραβιαστεί. Ενώ σήμερα τι αξία έχει ο λόγος;»

«Έτσι ο πληθωρισμός έπληξε και το θέατρο: οι άνθρωποι έπαψαν να δανείζονται τα λόγια που είχαν ακούσει στο θεατρικό κείμενο. Ο λόγος στο θέατρο έπαψε να είναι σπάραγμα».

«Παλαιότερα υπήρχαν θεατρικά έργα, ολόκληρες φράσεις από τα οποία έχουν γίνει ρητά, παροιμίες, αποφθέγματα. Αλλά όταν ξεκίνησε το νέο ευρωπαϊκό δράμα, δηλαδή, ο Τσέχωφ, ο Ίψεν κτλ., οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πλέον να δανείζονται λέξεις από τα θεατρικά κείμενα. Στο Γλάρο του Τσέχοφ, η Νίνα αρέσει στον Τριγκόριν και στα παλιά θεατρικά θα της έλεγε χίλιες λέξεις για να της δείξει ότι του αρέσει, θα έλεγε ένα εκτενές μονόλογο. Και τι συμβαίνει στον Τσέχοφ; Της λέει μόνο, ότι όταν έρθει στη Μόσχα, θα μπορέσει να τον βρει στο τάδε ξενοδοχείο».

«Οπότε πρέπει να σκεφτούμε πώς πρέπει να δράσουμε στο θέατρο δεδομένης αυτής της κατάστασης. Όπου τα πάντα πλέον εξαρτώνται από την πειστικότητα της εικόνας. Και σήμερα υπάρχει δυνατότητα να μοντάρεις οποιαδήποτε εικόνα».

«Εδώ ακριβώς κρύβεται η απάντηση γιατί είναι τόσο δύσκολο να παίξει κανείς αρχαία τραγωδία. Γιατί εκεί τα πάντα εκφράζονται με λόγο».

«Είναι ανώφελο να πολεμάμε τον πληθωρισμό του λόγου στο θέατρο. Πρέπει να καταλάβουμε πώς πρέπει να είναι αυτός ο καινούργιος λόγος. Ή πώς να «σερβίρουμε» το λόγο στο θέατρο. Και ο διάλογος σήμερα είναι διαφορετικός, τύπου εγώ είπα κι εσύ απάντησες. Πρέπει να είναι διαφορετικός, δηλαδή, εγώ σου είπα κι εσύ μου απάντησες μόλις στην 4η πράξη».

«Έτσι στο Γλάρο στην αρχή της 1ης πράξης ο Μεντβεντένκο ρωτάει τη Μάσα, γιατί φοράει συνέχεια μαύρα ρούχα. Ξέρετε πού βρίσκεται η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση; Μπορεί να βρείτε τη δική σας εκδοχή. Αλλά κατά τη άποψή μου, η απάντηση βρίσκεται στην τελευταία ατάκα του έργου: «Ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς αυτοκτόνησε».

«Όλο αυτό αλλάζει τη μορφή του διαλόγου. Ο διάλογος χτίζεται όπως στο Διαδίκτυο. Πώς είναι ο διάλογος στο Διαδίκτυο; Έχω δει ένα θεατρικό και σου περιέγραψα τις εντυπώσεις μου. Εσύ μου απάντησες. Αυτή την αλληλογραφία μας διαβάζει ένας τρίτος. Και γράφει: εγώ στηρίζω αυτόν κι εσύ έχεις άδικο. Τότε ένας πέμπτος μου γράφει: είσαι ηλίθιος, ο άλλος έχει δίκιο. Ο εικοστός που μπαίνει στη συζήτηση και λέει ότι ηλίθιοι είμαστε όλοι, και ότι η ουσία βρίσκεται αλλού. Και ούτως καθεξής. Ο διάλογος δεν γίνεται πλέον ανάμεσα στους δύο, αλλά η αλήθεια πλέει σε όλο το Διαδίκτυο. Γίνεται ανάμεσα σε διαφορετικούς και, πιθανον, άγνωστους ανθρώπους και τρεις μέρες αργότερα επιστρέφει σε μένα».

«Αυτο που συμβαίνει δεν είναι πάλη. Οι άνθρωποι αναζητούν τη ζώνη συμφωνίας. Δεν μας δίνεται εξαρχής. Υπάρχει ένας χώρος. Είναι ο χώρος του Διαδικτύου. Εμείς οι δύο αναζητούμε αυτή τη ζώνη συμφωνίας, και στη συζήτησή μας εμπλέκονται άλλοι 10.000 άνθρωποι. Όλοι τους αρχίζουν να συμμετέχουν στην ερώτηση, την οποία έχουμε θέσει εμείς. Αλλά τον χώρο συμφωνίας πρέπει να τον βρούμε. Αν δίδεται εξαρχής, δεν έχουμε τι να κάνουμε. Το δικό μας ταμπεραμέντο πηγάζει από την αναζήτηση του σημείου συμφωνίας, όπου μπορούμε να συζητάμε. Εκείνος ο βλάκας που επεμβαίνει και αρχίζει να μας προσβάλει, μας εμποδίζει να βρούμε αυτό το σημείο. Εμείς ξεκινήσαμε μια ειρηνική συζήτηση, με σεβασμό ο ένας για τον άλλον, ανταλλάσσουμε απόψεις, είναι λογικό ότι πρέπει να συνεχίσουμε».

Αλλά για έναν σύγχρονο διάλογο το πιο τρομερό είναι η λογική του εξέλιξη. Αν ο διάλογος εξελίσσεται σύμφωνα με τη λογική, ο σύγχρονος θεατής αρχίζει να βαριέται. Όταν, φυσικά, ο διάλογος εξελίσσεται βάσει στοιχειώδους λογικής: εγώ είπα, εκείνη είπε, εγώ απάντησα, κοκ».

«Ξαφνικά το θέμα φεύγει τελείως αλλού. Εμείς συζητούσαμε για το θέατρο, αλλά η συζήτηση είναι σαν τη συμφωνία, ακούγονται διάφορες φωνές, φεύγει ξαφνικά στην πολιτική, μετά επιστρέφει».

«Και ο θεατής; Ο θεατής δεν πρέπει να καταλαβαίνει, πρέπει να ψάχνει».