Η Ειρήνη Καζάκου διαβάζει Νίνα Αρτιουχόβα

ΕΚΤΑΚΤΟ: ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ – ΜΙΑ ΖΩΗ

Σήμερα η ηθοποιός Ειρήνη Καζάκου διαβάζει ένα απόσπασμα από το διήγημα της Ρωσίδας παιδικού συγγραφέα Νίνα Αρτιουχόβα (1901-1990) Η μεγάλη σημύδα, πολύ γνωστής τις δεκαετίας ΄20-΄50 και πολύ λιγότερο αργότερα. Πιθανόν, γιατί τα διηγήματα και οι νουβέλες της ήταν διάσπαρτα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Ολόκληρο το έργο της επιχειρήθηκε να δημοσιευθεί μόλις το 1993, μετά το θάνατό της.

 

Στη κουζίνα η μάνα σκούπιζε με πετσέτα το τελευταίο φλιτζάνι. Ξαφνικά στο παράθυρο φάνηκαν τα φοβισμένα μούτρα του Γκλεμπ.

Θεία Ζήνα, θεία Ζήνα, φώναξε, ο Αλιόσα τρελάθηκε!

Κυρία Ζήνα! στο άλλο παράθυρο φάνηκε ο Βολόντια. Ο Αλιόσα σκαρφάλωσε στη μεγάλη σημύδα!

Μπορεί να γκρεμιστεί! -συνέχισε να κλαψουρίζει ο Γκλεμπ. Θα πέσει!

Το φλιτζάνι γλίστρησε από τα χέρια της μάνας και έπεσε με γδούπο κάτω.

… και θα τσακιστεί!… ολοκλήρωσε τη φράση ο Γκλεμπ, κοιτάζοντας με τρόμο τα λευκά θρύψαλα.

Η μάνα βγήκε τρέχοντας στη βεράντα, άνοιξε την αυλόπορτα:

Πού’ ν’ τος;

Να τος, εκεί, ψηλά, στη σημύδα!

Η μάνα κοίταξε το λευκό κορμό του δέντρου, εκεί πού χώριζε στα δυο: ο Αλιόσα δεν ήταν εκεί.

Τι χαζά αστεία είναι αυτά, παιδιά! είπε και πήγε να γυρίσει στο σπίτι.

Μα όχι! Αλήθεια είναι! φώναξε ο Γκλεμπ. Εκεί είναι, στην κορυφή! Εκεί, που είναι τα κλαριά!

Η μάνα επιτέλους κατάλαβε, προς τα πού έπρεπε να ψάξει. Είδε τον Αλιόσα. Μέτρησε με τα μάτια την απόσταση από κλαρί του ως τη γη, και το πρόσωπό της έγινε πιο άσπρο κι από το λείο κορμό της σημύδας.

Σας είπα, ότι τρελάθηκε! επανέλαβε ο Γκλεμπ.

Σώπα, είπε η μάνα σιγά και πολύ αυστηρά. Πηγαίνετε στο σπίτι και καθίστε εκεί.

Πλησίασε το δέντρο.

Λοιπόν, παιδάκι μου, πώς τα περνάς εκεί; Όλα καλά;

Ο Αλιόσα τα’ χασε: η μαμά δεν έχει νευριάσει και του μιλούσε με ήρεμη και τρυφερή φωνή.

Μια χαρά είμαι εδώ, απάντησε. Μόνο που κάνει πολύ ζέστη, μανούλα.

Δεν πειράζει, είπε η μητέρα. Ξεκουράσου λίγο και ξεκίνα να κατεβαίνεις. Μόνο μη βιάζεσαι. Σιγά σιγά.

Ξαπόστασες; τον ρώτησε σε λίγο. Άντε, κατέβαινε τώρα.

Ο Αλιόσα κρατούσε το κλαρί του και έψαχνε μέρος για να ακουμπήσει το πόδι. Εκείνη τη στιγμή στο δρόμο φάνηκε ένας άγνωστος παραθεριστής. Άκουσε τις φωνές, σήκωσε ψηλά το κεφάλι και φώναξε τρομαγμένος και θυμωμένος:

Πώς βρέθηκες εκεί, παλιόπαιδο; Κατέβα αμέσως!

Ο Αλιόσα τρόμαξε και χωρίς να μετρήσει καλά καλά τις κινήσεις του, ακούμπησε το πόδι σε ένα ξερό κλαρί. Εκείνο έσπασε και πέταξε κάτω, στα πόδια της μάνας.

Όχι έτσι, είπε εκείνη. Ακούμπα το πόδι σου στο επόμενο κλαρί.

Μετά γύρισε στον παραθεριστή:

– Μην ανησυχείτε, το παιδί ξέρει να σκαρφαλώνει. Είναι ατσίδα!

Το μικρό, ελαφρύ κορμάκι του Αλιόσα όλο και κατέβαινε. Ήταν πολύ πιο εύκολο να ανεβαίνει. Ο Αλιόσα κουράστηκε. Αλλά από κάτω ήταν η μαμά και του έδινε οδηγίες, του έλεγε ενθαρρυντικά, τρυφερά λόγια. Η γη όλο και πλησίαζε και συρρικνωνόταν. Δεν έβλεπε πλέον χωράφια πέρα από τη ρεματιά, ούτε το φουγάρο του εργοστασίου. Έφτασε στη διχάλα.

Ξαπόστασε, του είπε η μητέρα. Μπράβο σου, Και τώρα βάλε το πόδι σ΄ εκείνο το κλαδάκι… Όχι σ΄αυτό, είναι ξερό, στο άλλο, πιο δεξιά… Ωραία. Μη βιάζεσαι.

Η γη ήταν πλέον πολύ κοντά. Ο Αλιόσα κρεμάστηκε από τα χέρια και πήδηξε στο ψηλό κούτσουρο, από το οποίο ξεκίνησε το ταξίδι του. Στεκόταν κατακόκκινος και με τρεμάμενα χέρια τίναζε από τα γόνατά του τη λευκή σκόνη από τη φλούδα της σημύδας. Ο χοντρός, άγνωστος παραθεριστής χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του και είπε:

Καλώς! Θα γίνεις αλεξιπτωτιστής!

Και η μάνα αγκάλιασε τα λεπτά, μαυρισμένα από τον ήλιο, γεμάτα γρατσουνιές πόδια του Αλιόσα και φώναξε:

Θέλω να μου υποσχεθείς, ότι ποτέ, μα ποτέ δε θα σκαρφαλώνεις τόσο ψηλά!

Γύρισε και πήγε γρήγορα προς το σπίτι. Στη βεράντα στέκονταν ο Γλεμπ και ο Βολόντια. Η μάνα τους προσπέρασε και, τρέχοντας, βγήκε μέσα από το περιβόλι στη ρεματιά. Κάθισε κάτω και έκρυψε το πρόσωπό της στο μαντήλι. Ο Αλιόσα την ακολούθησε σαστισμένος, χαμένος. Έκατσε δίπλα της στην πλαγιά, πήρε τα χέρια της στα δικά του, και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της έλεγε:

Σώπα, μανούλα μου, σώπα. Δε θα ξανανεβαίνω ποτέ τόσο ψηλά! Σώπα…

Για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τη μάνα του να κλαίει.

 

Το απόσπασμα από το διήγημα «Η μεγάλη σημύδα» της Νίνα Αρτιουχόβα  ακούγεται στα ελληνικά σε μετάφραση της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια .