Η ελληνική ομογένεια στη Ρωσία: ένα χρονικό

Πρώιμη παρουσία

Η ελληνική παρουσία σε εδάφη της ιστορικής Ρωσίας χρονολογείται από την αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν πολλά τοπωνύμια στην Μαύρη Θάλασσα. Μετοικεσίες προς τη Ρωσία (Μοσχοβία) άρχισαν να εμφανίζονται μετά τον γάμο της Ζωής/Σοφίας Παλαιολόγου με τον τσάρο Ιβάν Γ’ (1492) και έναν αιώνα αργότερα, καταγράφονται αυξανόμενες εκκλησιαστικές αποστολές και ‘ζητείες’ Ελλήνων κληρικών και μοναχών. Στα τέλη του 17ου αιώνα και τις αρχές του 18ου, οι επαφές του ελληνικού στοιχείου με την Ρωσία επεκτείνονται πέρα από τα εκκλησιαστικά ζητήματα και στο εμπόριο, με τη δημιουργία ελληνικών εμπορικών εστιών σε αστικά κέντρα όπως της Νίζνας (Nezhin), του Χαρκόβου, της Ελισαβετούπολης. Με το κράτος της Μοσχοβίας διατηρούσαν επαφές επί αιώνες και οι Έλληνες της Κριμαίας που είχαν αδιάλειπτη παρουσία στη χερσόνησο. Η επανασύνδεση του εκεί ελληνικού στοιχείου με τον υπόλοιπο ελληνισμό της Ανατολής και οδήγησε στην προσέλευση νέων εποίκων από τα απέναντι παράλια του Πόντου, στην εδραίωση στενών εμπορικών σχέσεων και στην επέκταση των εποικισμών στην περιοχή της Αζοφικής Θάλασσας (Μαριούπολη και οι γύρω αγροτικοί οικισμοί).

Τέλη του 18ου – 19ος αιώνας

Το ελληνορθόδοξο στοιχείο στην Ρωσική Αυτοκρατορία ενισχύθηκε περαιτέρω στα τέλη του 18ου αιώνα, με την κατάκτηση και ενσωμάτωση σε αυτήν εδαφών που αποτέλεσαν την «Νέα Ρωσία» στον νότο (σημερινή Ουκρανία), μετά  τους δύο ρώσο-τουρκικούς πολέμους της Αικατερίνης Β’. Για την εδραίωση της κυριαρχίας σε αυτά τα εδάφη, η Αικατερίνη  στηρίχτηκε σε μια εποικιστική πολιτική που στόχο είχε την προσέλκυση κυρίως χριστιανικών πληθυσμών (Οθωμανοϋπηκόων, Γερμανών και άλλων δυτικοευρωπαϊκών εθνοτήτων). Μεταξύ αυτών, και αρκετοί ελληνορθόδοξοι από περιοχές του ελλαδικού χώρου (Πελοπόννησο, νησιά του Αιγαίου) που κατέφυγαν στην νότια Ρωσία για να γλιτώσουν από τους Οθωμανούς. Ειδική ρύθμιση που περιλαμβανόταν στην Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) προέβλεπε τον ελεύθερο εκπατρισμό των χριστιανικών πληθυσμών που επιθυμούσαν να μετοικίσουν στα νέα εδάφη, προσφέροντας ειδικά προνόμια. Οι νεοεγκατεστημένοι, που αργότερα ενισχύθηκαν και από πληθυσμούς προερχόμενους από τον Πόντο, τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και διάφορα μέρη της επαναστατημένης ελληνικής Ανατολής, απασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο στον αγροτικό και στρατιωτικό τομέα, αλλά ήταν επίσης έμποροι και τεχνίτες.

Καταλυτική για την εξέλιξη του ελληνικού στοιχείου στα νέα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας υπήρξε η ίδρυση της πόλης της Οδησσού, με διάταγμα της Αικατερίνης Β’, το 1794. Η ραγδαία ανάπτυξη της πόλης χάρη στην δραστηριότητα του λιμανιού της, προσέλκυσε πολλούς Έλληνες εμπόρους. Οι Έλληνες μεγαλέμποροι – οι οικογένειες Ράλλη, Ροδοκανάκη, Σκαραμαγκά, Μαυροκορδάτου, Μαύρου, Παπούδοφ, Ζαρίφη, Ιγγλέση, Μαρασλή και άλλες – υπήρξαν πρωτοπόροι στο εμπόριο σιτηρών. Στην Οδησσό, οι Έλληνες ίδρυσαν θέατρο και φιλανθρωπικές- κοινωφελείς οργανώσεις και σχολεία, όπως την περίφημη Εμπορευματική Σχολή (1817).  Επιπλέον, οι Έλληνες συμμετείχαν ενεργά στα κοινά και τη δημοτική διοίκηση, με τον Δημήτριο Ιγγλέση δήμαρχο της πόλης το 1818-21 και τον Γρηγόριο Μαρασλή στο ίδιο πόστο από  το 1879 και για σχεδόν 25 χρόνια. Εκτός όμως, από τον τομέα του εξαγωγικού εμπορίου οι Έλληνες δραστηριοποιήθηκαν στο λιανεμπόριο, ήταν τεχνίτες (τσαγκάρηδες, αρτοποιοί, ζαχαροπλάστες, κλπ), έμποροι κρασιού και εξαιρετικοί ναυτικοί και ψαράδες. Στην Οδησσό ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, μυστική οργάνωση με στόχο τον ξεσηκωμό του ελληνικού έθνους υπό Οθωμανικό ζυγό. Οι ελληνικές κοινότητες της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας είχαν σημαντική συμβολή τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε προσφορά υλικών μέσων κατά τις επόμενες φάσεις του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Μετοικεσίες Ελλήνων κυρίως από τον Πόντο (οθωμανική επικράτεια) πραγματοποιήθηκαν, κατά τον 19ο αιώνα, σε όλο το μήκος των βόρειων παραλίων της Μαύρης Θάλασσας, και την ενδοχώρα αυτής που ανήκαν στην Ρωσική Αυτοκρατορία. Τα αίτια των μεταναστεύσεων αυτών θα πρέπει να αναζητηθούν είτε στις συνθήκες που επικρατούσαν στην χώρα υποδοχής (ευρύτατο εποικιστικό πρόγραμμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) είτε στην κατάσταση που διαμορφωνόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

20ος αιώνας

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ρωσική Επανάσταση προκάλεσαν δημογραφικές αναταράξεις στις περιοχές όπου κατοικούσε το ελληνικό στοιχείο που είχαν ως  αποτέλεσμα περαιτέρω μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών, ως πρόσφυγες κυρίως, τόσο από την Ρωσία προς την Ελλάδα όσο και από την πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την νεαρή Σοβιετική Ένωση (Καύκασος, Υπερκαυκασία, νότια Ρωσία, Ουκρανία).  Με την επικράτηση του μπολσεβίκικου καθεστώτος σταθεροποιήθηκαν κάπως τα δημογραφικά μεγέθη του ελληνικού στοιχείου στην ΕΣΣΔ – αν και οι μετοικεσίες προς την Ελλάδα συνεχίστηκαν – αλλά άλλαξε δραματικά η κοινωνική και πολιτιστική του πολυμορφία. Η κάθετη  πτώση του αστικού ελληνικού πληθυσμού υπέρ του αγροτικού (80% επί του συνόλου) απάλειψε τη σημασία της παραδοσιακής κοινωνικής και πνευματικής ηγεσίας των κοινοτήτων, κενό που έσπευσε να καλύψει μια αναδυόμενη ελίτ κομμουνιστών διανοουμένων, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής του σοβιετικού κράτους περί εθνοτήτων, φρόντισε για την διάδοση της ελληνικής εκπαίδευσης και τη δημιουργία δομών για την πολιτιστική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των ελληνικών πληθυσμών καθώς και επαγγελματικών ενώσεων. Επόμενο σημείο καμπής στην πορεία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ ήταν η περίοδος της κολεκτιβοποίησης (1929-35) που οδήγησε σε νέο κύμα εξόδου και επαναπατρισμού στην Ελλάδα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, αλλά και αργότερα, τη δεκαετία του ‘40, αλλεπάλληλα κύματα διώξεων και διακρίσεων σε βάρος του ελληνικού στοιχείου κορυφώθηκαν με τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς χιλιάδων – μαζί με άλλες «ανεπιθύμητες», μικρές εθνότητες – στα ασιατικά εδάφη της Ρωσίας και την Κεντρική Ασία. Σε αυτούς προστέθηκαν το 1949 και μερικές χιλιάδες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) που, μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Τασκένδη και το κοντινό Τσιτσίκ, στην Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν, όπου και δημιούργησαν μια προσφυγική κοινότητα με έντονη ζωή και δράση στα περίπου 30 χρόνια που παρέμειναν εκεί πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Η Ομογένεια της Ρωσίας σήμερα

Το 1989 με την 1η Συνδιάσκεψη των Ελλήνων της Ε.Σ.Σ.Δ. στη Μόσχα, έγινε η αφετηρία μιας έντονης οργανωτικής κινητικότητας με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σημαντικού δικτύου Ομογενειακών Οργανώσεων και Ομογενειακών εντύπων

Από τους 500-600 χιλιάδες, ελληνικής καταγωγής πολίτες (κυρίως Ποντιακής καταγωγής)  της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.,  στην Ρωσία  παραμένουν 100-130 χιλιάδες,  αριθμός που προέκυψε και λόγω εσωτερικών ( Ε.Σ.Σ.Δ. – Κ.Α.Κ.) μετακινήσεων. Οι περισσότεροι εξ αυτών (100.000) ζουν στη Νότια Ρωσία, ενώ οι υπόλοιποι στη Μόσχα και στα περίχωρα της (25.000), καθώς και στην περιοχή δικαιοδοσίας του Γεν. Προξενείου Πετρούπολης (2.000). Η Στατιστική Υπηρεσία της Ρωσίας αναφέρει   98.000 άτομα ελληνικής καταγωγής.

Τα κύρια παραδοσιακά κέντρα διαμονής του ελληνικού πληθυσμού στη Νότια Ρωσία, είναι η παρευξείνια ζώνη της περιφέρειας του Κρασνοντάρ και ειδικότερα οι πόλεις Ανάπα, Κρίμσκ, Νοβοροσίσκ, Γκελεντζικ, Σότσι, η περιφέρεια της Σταυρούπολης και οι πόλεις Σταυρούπολη, Πιατιγκόρσκ, Κισλοβόντσκ, Μπάλκα. Επίσης, ένας σημαντικός αριθμός ομογενών διαμένει στο Βλαντικαυκάζ, πρωτεύουσα της Β. Οσετίας, σε ορισμένα μεμονωμένα χωριά στη Δημοκρατία της Αδιγέας και σε δύο χωριά της Δημοκρατίας Καρατσάεβο –Τσερκεσίας, Σπάρτα και Χασάουι-Γκρέτσεσκάγιε. Οι περισσότεροι Ομογενείς των παραπάνω περιοχών, προέρχονται από τον χώρο του ιστορικού Πόντου και της περιοχής του Κάρς της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκαν στη Ν. Ρωσία κατά την περίοδο από το 1860 έως περίπου το 1920 , μετά και την Ποντιακή Γενοκτονία.

Στη Ρωσία δραστηριοποιείται  η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Ρωσίας με μέλη 55 Συλλόγους και Κοινότητες σε όλη τη ρωσική επικράτεια (AGOOR,  Ομοσπονδιακή, Εθνική Πολιτιστική  Αυτονομία Ελλήνων της Ρωσίας).  Πρόεδρος της Ομοσπονδίας είναι ο κ. Ιβάν Σαββίδης – τέως Βουλευτής  της Κρατικής Δούμας και   Συντονιστής της Περιφέρειας  Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (Σ.Α.Ε.)  χωρών τ. Σοβ. Ένωσης

Στο Μητρώο της Γ.Γ.Α.Ε. είναι εγγεγραμμένες 64 πρωτοβάθμιες οργανώσεις. Από αυτές,  11 λειτουργούν στην περιφέρεια της Μόσχας με σημαντικότερη την Περιφερειακή Κοινωνική Οργάνωση-Σύλλογος Ελλήνων Μόσχας με 3.000 μέλη, εκ των οποίων η μεγαλύτερη πλειοψηφία είναι πολίτες της Ρωσίας, ελληνικής καταγωγής και κάτοικοι της Μόσχας και των γειτονικών περιοχών.
Στη Μόσχα δραστηριοποιείται επίσης το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού, κοινωνικός οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το 2005, με πρωτοβουλία μιας μικρής ομάδας ομογενών χορηγών, με στόχο τη διαφύλαξη και διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Ρωσία. Ο εν λόγω οργανισμός παρουσιάζει αξιόλογη δραστηριότητα και   έχει τμήματα εκμάθησης ελληνικής γλώσσας.