Μπάμπουσκα ή Ματριόσκα: η κούκλα που ήθελε να αποκτήσει ένα μωρό

Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ Αρχαιολογικού-Ιστορικού, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.

Σύμφωνα με το παραμύθι «Η κούκλα που ήθελε να αποκτήσει ένα μωρό» του Ντιμίτερ Ινκιόφ, η αγαπημένη κούκλα ενός μαραγκού του ζητάει να της φτιάξει ένα μωρό. Μόλις πραγματοποιείται η ευχή της, η νέα κούκλα – κόρη ζητάει και εκείνη ένα δικό της μωρό. Αυτό επαναλαμβάνεται, μέχρι που ο μάστορας φτάνει να κατασκευάσει μια ολόκληρη σειρά από κούκλες μειουμένου μεγέθους, όπου η μια κυοφορείται μέσα στην άλλη.

Το παραμύθι αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για δυο λαϊκούς καλλιτέχνες της Ρωσίας του 19ου αι., του ξυλογλύπτη Βασίλι Πέτροβιτς Ζβιγιοζντότσκιν και του ζωγράφου Σεργκέι Μαλιούτιν . Οι πρώτες κούκλες κατασκευάστηκαν το 1890. Το 1892 παρουσιάστηκαν στο ευρύτερο κοινό στη Διεθνή Έκθεση Εφαρμοσμένων Τεχνών του Παρισιού, όπου και απέσπασαν το τρίτο βραβείο.

Ενώ με μια πρώτη ματιά όλες φαίνονται ίδιες, στην ουσία μικρές λεπτομέρειες τις διαφοροποιούν μεταξύ τους και τις κάνουν αναγνωρίσιμες ως προς την προέλευσή τους.

Συνήθως απεικονίζονται με μαντίλα στο κεφάλι κεντημένη με παραδοσιακά σχέδια από την ρωσική λαϊκή τέχνη και φορούν ένα είδος φορέματος, το ονομαζόμενο «σαραφάν», που τις κατατάσσει σε ομάδες.

Σύμφωνα με μια εκδοχή, η λέξη «σαραφάν» έχει ιρανική προέλευση (από το περσικό «ντυμένος από το κεφάλι ως κάτω στα πόδια») και απαντάται σε χρονικά και έγγραφα του 12ου και 13ου αιώνα. Είναι αλήθεια πως μέχρι τον 17ο αιώνα αποτελούσε ενδυμασία και των δυο φίλων, που αντιπροσώπευε μια λινή πουκαμίσα ως το πάτωμα σχεδόν, με μακριά μανίκια, και μόνο στις αρχές του 18ου αιώνα το σαραφάν κατέστη αποκλειστικά μέρος της γυναικείας ενδυμασίας μετατρεπόμενο σε μακρύ φόρεμα με τιράντες. Το φορούσαν κυρίως ως μακριά πουκαμίσα που ενίοτε στολιζόταν με σιρίτια, κεντητά και άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Το στόλισμά του παρέπεμπε στην κοινωνική θέση αυτού που το φορούσε και στις οικονομικές του δυνατότητες. Διασώθηκαν, για παράδειγμα, σαραφάν που είχαν γυναίκες εμπόρων φτιαγμένα από ακριβά εισαγόμενα υφάσματα όπως μετάξι, σατέν, μπροκάρ, στολισμένα με λωρίδες γούνας, χρυσά κουμπιά και ραμμένα με χρυσή και ασημένια κλωστή. Τέτοια ρούχα γίνονταν οικογενειακό κειμήλιο και παραδίδονταν κληρονομικά στην επόμενη κάτοχο.
Οι χωρικοί και οι μικροαστοί, δεν μπορούσαν να έχουν ακριβό στόλισμα και έραβαν τα ρούχα στον σπιτικό αργαλειό με απλό ύφασμα, λινό ή μάλλινο, συχνά σε σκούρες αποχρώσεις. Η πίστη όμως ότι το ένδυμα -ως ένα είδος φυλαχτού- φέρνει τύχη στον κάτοχό του, ωθούσε τις γυναίκες που αγαπούσαν τη μόδα σε ποικίλες διακοσμήσεις, όπως ζωνάρια και σιρίτια, κεντητά και δαντέλες.

Παραδοσιακά, τα σαραφάν φοριούνταν περισσότερο στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας, αλλά ακόμη και μεταξύ των ενδυμάτων γειτονικών περιοχών, υπήρχαν διαφορές. Για παράδειγμα, στην περιφέρεια Αρχάνγκελσκ προτιμούνταν τα «λοξά στο πλάι» σαραφάν από μετάξι, σε έναν χρωματικό τόνο ή με κάποιο ποίκιλμα, συχνότερα με πολύ λεπτές τιράντες, σπανιότερα χωρίς κουμπιά, διακοσμημένα με δαντέλα από επίχρυσες κλωστές, με ζωνάρι. Ενώ τα εορταστικά σαραφάν ράβονταν από κόκκινο βαμβακερό ύφασμα, είτε από σκληρό πανί υφασμένο στον αργαλειό και βαμμένο συνήθως σε χρώμα μπλε. Ακόμη και οι ονομασίες των σαραφάν ήταν διάφορες και κατά κανόνα απηχούσαν το είδος του υφάσματος από το οποίο ήταν ραμμένα. Όπως, το «πολουμπουμάζνικ» (δηλ. μισό βαμβακερό, που φτιαχνόταν από αγορασμένο ύφασμα με την προσθήκη νημάτων βαμβακιού), «μοσκοβέτς» (από «μοσχοβίτικο» τσίτι), «σινιούχα» («σίνι» είναι το μπλε, δηλ. βαμμένο μπλε λινό), «κουμάσνικ» («κουματσά» είναι το κόκκινο βαμβακερό) κ.α.

Η κούκλα πήρε το όνομα της από την «μπάμπουσκα» που σημαίνει γιαγιά, και αποτελούσε ένα παραδοσιακό, χριστουγεννιάτικο παραμύθι με πολλά διδάγματα για μικρά και μεγάλα παιδιά, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στις γειτονικές χώρες. Στην τσαρική Ρωσία όταν δεν είχε «ανακαλυφθεί» ακόμη ο άγιος Βασίλης (ο Santa Claus των Αμερικανών) τα δώρα στα παιδιά μοίραζε η μπάμπουσκα.

Σήμερα οι μπάμπουσκες αποτελούν το πιο δημοφιλές εξαγώγιμο είδος της Ρωσίας. Κατασκευάζονται κατά χιλιάδες με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο. Ζωγραφίζονται στο χέρι με υδατοχρώματα και κατόπιν καλύπτονται με λάκα, που αδιαβροχοποιεί την εξωτερική επιφάνεια, δίνοντάς τες παράλληλα λαμπερή όψη και γυαλιστερή υφή.

Το παραμύθι της μπάμπουσκα

“Όλοι οι χωρικοί ήταν έξω, μιλώντας με ενθουσιασμό.
“Ξαναείδατε χτες βράδυ εκείνο το φωτεινό αστέρι;”
“Φυσικά και το είδαμε!”
“Ναι, και ήταν μεγαλύτερο”
“Ναι! Και η πορεία του ήταν προς το χωριό μας. Απόψε θα είναι ακριβώς από πάνω μας”
Εκείνο το βράδυ, ο ενθουσιασμός διαπερνούσε την ατμόσφαιρα ευχάριστα, σα γλυκό αεράκι, και περνούσε μέσα από τα σοκάκια και τους δρόμους.
“Ήρθε ένα μήνυμα”
“Πλησιάζει ένας στρατός”
“Όχι στρατός, παρέλαση είναι”
“Άλογα, καμήλες και θησαυροί”
Τώρα όλοι ήταν περίεργοι για τα νέα! Κανείς δεν μπορούσε να δουλέψει. Κανείς δεν μπορούσε να μείνει μέσα.
Κανείς, εκτός από τη μπάμπουσκα. Η μπάμπουσκα είχε δουλειές να κάνει. Πάντα είχε. Σκούπιζε, σφουγγάριζε, γυάλιζε τα πατώματα και όλα έλαμπαν! Το σπίτι της ήταν το πιο περιποιημένο, πάντα καθαρό και αστραφτερό.
“Όλα αυτά τα κάνουν για ένα αστέρι”, μουρμούρισε. “Δεν έχω χρόνο, ούτε για να κοιτάζω. Έχω μείνει τόσο πίσω στη δουλειά, που πρέπει να μαζεύω και να καθαρίζω όλο το βράδυ!”
Έτσι, δεν είδε το αστέρι που έλαμπε στον ουρανό εκείνο το βράδυ. Ούτε θαύμασε την παρέλαση που έγινε στο χωριό με τα πανέμορφα φωτάκια. Ούτε άκουσε τις φλογέρες και τα τύμπανα που όσο περνούσε η ώρα δυνάμωναν, καθώς η παρέλαση πλησίαζε στο χωριό. Επίσης δεν άκουσε τις γεμάτες ενθουσιασμό φωνές των χωρικών και μετά το ξαφνικό ψιθύρισμα. Αλλά τον χτύπο στην πόρτα! Αυτόν τον άκουσε! Δεν γινόταν αλλιώς!
“Τι είναι πάλι αυτό;” είπε ανοίγοντας την πόρτα.
Η μπάμπουσκα απόρησε! Αυτοί που της χτύπησαν την πόρτα, ήταν τρεις βασιλιάδες!
“Ψάχνουμε ένα μέρος να ξεκουραστούμε”, είπαν. “Και το σπίτι σου είναι το καλύτερο του χωριού”.
“Θέλετε….να μείνετε εδώ;”, ψέλλισε η μπάμπουσκα.
“Ναι, μόνο μέχρι να πέσει η νύχτα και να ξαναφανεί το αστέρι”
Η μπάμπουσκα ξεροκατάπιε από αμηχανία. “Ελάτε μέσα τότε!”, είπε.
Πώς έλαμψαν τα μάτια των βασιλιάδων όταν είδαν τι τους πρόσφερε η μπάμπουσκα στο τραπέζι! Καθώς τους σέρβιρε, η μπάμπουσκα τους ρωτούσε συνέχεια:
“Ήρθατε από μακριά;”
“Ναι, από πολύ μακριά”, απάντησε ο Κάσπαρ.
“Ακολουθούμε το αστέρι”, είπε ο Μελχιόρ.
“Και προς τα πού πάτε δηλαδή;”, απόρησε η μπάμπουσκα.
“Δεν ξέρουμε”, της είπαν. Αλλά πίστευαν ότι θα τους οδηγούσε στο νεογέννητο Βασιλιά, ένα Βασιλιά που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί ποτέ, το βασιλιά της Γης και του Ουρανού.
“Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;” είπε ο Βαλτάσαρ. “Και να του πας κι εσύ ένα δώρο, όπως εμείς. Κοίτα, εγώ έχω χρυσό, και οι φίλοι μου φέρνουν λίβανο και σμύρνα”
“Α”, είπε η μπάμπουσκα, “δεν είμαι σίγουρη ότι θα ήμουν ευπρόσδεκτη. Όσο για δώρο….”
“Γιατί, αυτό το τουρσί θα άρεσε σε όλους τους βασιλιάδες!”, είπε ο Βαλτάσαρ.
Η μπάμπουσκα γέλασε. “Τουρσί; Για ένα μωρό; Ένα μωρό χρειάζεται παιχνίδια!”
Μετά σκέφτηκε για λίγο. “Έχω ένα ντουλαπάκι γεμάτο παιχνίδια”, είπε θλιμμένα. “Το μικρό μου παιδί, ο δικός μου βασιλιάς πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός”
Ο Βαλτάσαρ τη σταμάτησε και της είπε:
“Αυτός ο νεογέννητος Βασιλιάς μπορεί να γίνει και ο δικός σου Βασιλιάς. Έλα μαζί”
“Θα…θα το σκεφτώ”, ψέλλισε η μπάμπουσκα.
Καθώς οι βασιλιάδες κοιμόνταν, η μπάμπουσκα καθάριζε και μάζευε το σπίτι όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Τι πολλή δουλειά που είχε να κάνει παραπάνω! Και αυτός ο νέος Βασιλιάς….Τι παράξενη ιδέα να φύγει με τους τρεις επισκέπτες της και να πάνε όλοι μαζί να τον βρουν! Όμως, μπορούσε να το κάνει αυτό; Να αφήσει το σπίτι της και να πάει να τον βρει έτσι απλά; Η μπάμπουσκα ανασκουμπώθηκε! “Δεν υπάρχει χρόνος για όνειρα” σκέφτηκε. Τόση δουλειά, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, τα πιάτα, και παραπάνω μερίδες για μαγείρεμα! Τέλος πάντων, για πόσο θα έλειπε; Και με το δώρο τι θα γινόταν; Αναστέναξε. “Έχω τόσα πολλά πράγματα να κάνω. Το σπίτι θα πρέπει να είναι καθαρό αφού φύγουν. Δεν θα μπορούσα να το αφήσω έτσι”
Ξαφνικά έφτασε η νύχτα.
Ήταν ένα αστέρι στον ουρανό!
“Είσαι έτοιμη, μπάμπουσκα;”
“Θα ….Θα έρθω αύριο”, είπε η μπάμπουσκα. “Θα σας προλάβω όμως. Πρέπει για την ώρα να καθαρίσω λίγο, να βρω ένα δώρο, να ετοιμαστώ…”
Οι βασιλιάδες την αποχαιρέτησαν θλιμμένοι.
Το αστέρι έλαμπε στον ουρανό. Η μπάμπουσκα γύρισε τρέχοντας στο σπίτι της, για να αρχίσει τη δουλειά.
Σκουπίζοντας, καθαρίζοντας, ξεσκονίζοντας, πέρασε η ώρα και ξημέρωσε! Τελικά, η μπάμπουσκα πήγε στο μικρό ντουλαπάκι, το άνοιξε και ξανακοίταξε στεναχωρημένη όλα τα παιχνίδια. Ήταν τόσο σκονισμένα! Και ήταν σίγουρο πως δεν έκαναν για το νεογέννητο βασιλιά. Έπρεπε όλα να καθαριστούν.
“Καλύτερα να ξεκινήσω από τώρα να τα καθαρίζω”, σκέφτηκε.
Δούλευε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Ένα προς ένα, τα παιχνίδια ακτινοβολούσαν, έλαμπαν και άστραφταν. Τώρα μπορούσε να τα προσφέρει στο νεογέννητο Βασιλιά.
Η μπάμπουσκα κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Ήταν ήδη πρωί! Μπορούσε να ακούσει τους αγρότες που δούλευαν. Μετά κοίταξε στον ουρανό, μα το αστέρι είχε χαθεί. Οι βασιλιάδες θα είχαν βρει ένα άλλο μέρος να ξεκουραστούν, και πίστεψε πως θα τους έβρισκε εύκολα τώρα. Αλλά η μπάμπουσκα ένιωθε πολλή κούραση και αποφάσισε να ξαποστάσει -μόνο μία ώρα….
Ξαφνικά, ξύπνησε! Ήταν σκοτάδι! Είχε αποκοιμηθεί! Έτρεξε πανικόβλητη στο παράθυρο. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Και το αστέρι δεν ήταν πουθενά! Έτρεξε πίσω στο σπίτι, ντύθηκε ζεστά, τύλιξε βιαστικά τα δώρα, τα έβαλε σε ένα καλαθάκι, και πήγε από το μονοπάτι που είχαν πάρει και οι βασιλιάδες.
Προχωρούσε βιαστικά, περνώντας από χωριό σε χωριό. Παντού ρωτούσε για τους βασιλιάδες.
“Ω, ναι, τους είδαμε” της έλεγαν. “Πήγαν από αυτό το δρόμο”
Η μπάμπουσκα είχα χάσει πλέον το μέτρημα των ημερών. Πέρασε από χωριά και πόλεις. Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Προχωρούσε μέρα και νύχτα. Τελικά έφτασε σε μία μεγάλη πόλη.
“Το παλάτι!” σκέφτηκε. Εδώ πρέπει να γεννήθηκε ο μικρός Βασιλιάς.
“Κανένα νεογέννητο βασιλιά δεν έχουμε εδώ στο παλάτι” είπε ο φρουρός του παλατιού.
“Οι τρεις βασιλιάδες πέρασαν από εδώ;” ρώτησε η μπάμπουσκα.
“Α, ναι, πέρασαν. Αλλά, δεν κάθισαν πολύ. Έφυγαν αμέσως, για να συνεχίσουν το δρόμο τους”
“Μα προς τα πού πήγαν;”
“Στη Βηθλεέμ. Δεν μπορώ να φανταστώ όμως γιατί εκεί. Είναι ένα πολύ φτωχικό χωριό. Αλλά σίγουρα πήγαιναν προς τη Βηθλεέμ”.
Αμέσως η μπάμπουσκα ξεκίνησε να πάει στη Βηθλεέμ.
Ήταν πλέον απόγευμα όταν έφτασε επιτέλους στη Βηθλεέμ. Πόσες μέρες περπατούσε άραγε; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Και θα μπορούσε ένας νεογέννητος Βασιλιάς να μένει σε ένα τόσο φτωχό μέρος; Σίγουρα τέτοιο μέρος δεν ήταν κατάλληλο για ένα Βασιλιά. Η Βηθλεέμ δεν ήταν και πολύ μεγαλύτερη από το χωριό της….
Η μπάμπουσκα προχώρησε στο πανδοχείο.
“Ω, ναι” είπε ο ιδιοκτήτης “οι τρεις βασιλιάδες ήταν εδώ πριν από τρεις ημέρες. Ήταν όλοι ενθουσιασμένοι. Αλλά δεν κάθισαν ούτε μία νύχτα”
“Και το μωρό;” έκλαψε η μπάμπουσκα. “Δεν ήταν και ένα νεογέννητο εδώ;”
“Ναι” είπε ο ιδιοκτήτης. “Εδώ ήταν. Και οι τρεις βασιλιάδες για το μωρό είχαν έρθει”
Όταν όμως είδε την απογοήτευση στα μάτια της σταμάτησε…
“Θα σου δείξω πού ήταν το μωρό” είπε ευγενικά. “Δυστυχώς δεν είχα άλλο μέρος να φιλοξενήσω τους γονείς του. Το πανδοχείο μου ήταν γεμάτο εκείνο το βράδυ. Το μόνο άδειο μέρος που είχα, ήταν αυτός ο στάβλος”
Η μπάμπουσκα τον ακολούθησε.
“Να, εδώ είναι ο στάβλος” είπε και την άφησε να τον δει.
“μπάμπουσκα;”
Ένας άγγελος στεκόταν στο ημίφως της εξώπορτας. Την κοιτούσε με κατανόηση. Μήπως θα μπορούσε να της πει πού είχε πάει η οικογένειά της; Η μπάμπουσκα γνώριζε τώρα ότι ο νεογέννητος Βασιλιάς ήταν για εκείνη το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο.
“Έχουν φύγει στην Αίγυπτο με ασφάλεια” επανέλαβε ο άγγελος στη μπάμπουσκα. “Και οι βασιλιάδες επέστρεψαν στα βασίλειά τους. Ένας από αυτούς μου μίλησε για σένα. Λυπάμαι, αλλά όπως βλέπεις, έχεις αργήσει πολύ. Οι βοσκοί ήρθαν μόλις τους ειδοποίησαν οι άγγελοι. Οι βασιλιάδες ήρθαν μόλις είδαν το αστέρι. Βρήκαν το Βρέφος Ιησού Χριστό, το Σωτήρα του κόσμου”.
Μερικοί λένε ότι η μπάμπουσκα ψάχνει ακόμα να βρει το νεογέννητο Βασιλιά Χριστό, γιατί ο χρόνος δεν μετράει όταν ψάχνεις για κάτι αληθινό. Η μπάμπουσκα ακόμα ψάχνει από σπίτι σε σπίτι ρωτώντας, “Είναι εδώ; Είναι ο νεογέννητος Χριστός εδώ;”
Και τα Χριστούγεννα, όταν βλέπει ένα παιδάκι να κοιμάται και έχει ακούσει ότι κάνει καλές πράξεις, βγάζει ένα παιχνίδι από το καλαθάκι της, και το αφήνει δίπλα του. Μετά, συνεχίζει να ταξιδεύει και να ψάχνει, ρωτώντας:
“Είναι εδώ; Είναι ο νεογέννητος Χριστός εδώ;”.