Κάνουμε θέατρο από τον εαυτό μας…

Πέμπτη μέρα

Αναλύοντας τον Σπιούνο του Μπρεχτ

«Όλο το θεατρικό παιχνίδι εστιάζει στο ότι βλέπω ένα φλιτζάνι και φαντάζομαι ότι είναι βόμβα, λουλούδι, αντίκα. Ο ηθοποιός αναγκάζει τον εαυτό του να βλέπει μια βόμβα. Όταν πρόκειται για τον ήρωά του, ο ηθοποιός λέει στον εαυτό του: τώρα μπαίνω στον Πύργο, είμαι βασιλιάς. Αυθυποβάλλεται. Ενώ πρέπει να παίζει το παιχνίδι και να μην φουσκώνει την φαντασία του! Οι ασκήσεις έχουν τεράστια σημασία, γιατί μέσα από τις λεπτομέρειες μπορείς να καταλάβεις πολλά. Συχνά ξεχωριστά υπάρχουν οι ασκήσεις και ξεχωριστά το παίξιμο στη σκηνή. Αυτά τα δύο πράγματα σαν να βρίσκονται σε διαφορετικούς ορόφους, ανάμεσα στους οποίους δεν υπάρχει ασανσέρ».

«Πρέπει να εισάγουμε στο παιχνίδι τον υλικό κόσμο, γιατί αυτός ο κόσμος συχνά προδίδει τον ηθοποιό. Όλη η πλατεία ακούει το θόρυβο στα παρασκήνια, και ο ηθοποιός στη σκηνή δεν αντιδράει… Πρέπει να εισάγουμε τον εξωτερικό κόσμο στο παιχνίδι».

«Ο Στανισλάφσκι σε όλη του τη ζωή έκανε ασκήσεις. Όπως όλη του τη ζωή εξασκείται ο πιανίστας, ο ακροβάτης στο τσίρκο. Με αυτόν τον τρόπο εξασκείς την επιδεξιότητα. Όσο περισσότερο εξασκείσαι, τόσο λιγότερο χρόνο θα χρειάζεσαι για να κάνεις αυτές τις απαραίτητες ασκήσεις. Μπαίνουν πλέον στο αίμα σου».

«Γενικά η υποκριτική είναι γυναικείο επάγγελμα. Πρέπει να μελετάς συνεχώς τον εαυτό σου: τι σου πηγαίνει, πώς πρέπει να μακιγιαριστείς καλύτερα. Όταν μελετάς τον εαυτό σου, μαθαίνεις σε τι ρυθμό πρέπει να κινείσαι το πρωί. Κάποιοι, για να πάνε στην πρόβα χρειάζονται πέντε λεπτά, άλλοι – δύο ώρες. Ο καθένας μας έχει το δικό του ρυθμό και πρέπει να τον γνωρίζουμε.

«Η παλιά δραματουργία χτιζόταν πάνω στη σύγκρουση του ήρωα με τον εαυτό του. Το να ζει κανείς ή να μην ζει – αποφασίζει ο καθένας για τον εαυτό του».

«Από τη σύγχρονη δραματουργία σχεδόν απουσιάζει ο μονόλογος. Στην παλιά δραματουργία οι μονόλογοι ήταν τεράστιοι. Τι είναι ο μονόλογος; Είναι ο διάλογος του ήρωα ή με τον εαυτό του, ή με το κοινό, ή με τον αντίπαλό του. Όπως και στη ζωή. Στη βάση του βρίσκεται η αλληλεπίδραση και όχι η δράση. Όπως στη τζάζ. Ένας ξεκινάει το θέμα, αυτοσχεδιάζει και οι άλλοι αρπάζουν και αναπτύσσουν αυτό το θέμα. Η τζαζ είναι μια μεγαλοφυής ανακάλυψη».

«Τα πάντα ξεκινούν από το παιχνίδι».

«Ο νόμος της αντίδρασης είναι αυτός που προσδίδει ενδιαφέρον σε όλα τα πράγματα. Η αντίδραση είναι εκείνο που με εμποδίζει να δράσω. Ενεργοποιεί τη διαδικασία της επίγνωσης. Το ενδιαφέρον γεννιέται, όταν έχεις μια επιθυμία και κάτι σε εμποδίζει να την εκπληρώσεις. Σκέφτεσαι, ψάχνεσαι, αναζητείς λύση. Αυτό συμβαίνει και όταν επικοινωνείς με τον συμπαίκτη: αν ο συμπαίκτης δεν ανοίγεται, ψάχνεις να βρεις τον τρόπο να τον ξεκλειδώσεις».

«Στο Σπιούνο το πρόβλημα δεν είναι αν ο γιος πράγματι μπορεί να καταδώσει τους γονείς του, αλλά ότι οι γονείς πίστεψαν πως το παιδί τους μπορεί να το κάνει. Το χιούμορ του Μπρεχτ είναι στο ότι περιγράφει ακριβώς την οικογενειακή ζωή. Οι τόνοι του είναι απολύτως ακριβείς. Με ποιους εκνευριζόμαστε περισσότερο; Με τους κοντινούς μας! Γι’ αυτό ο Μπρεχτ είναι ένας μεγαλοφυής δραματουργός; Γιατί γράφοντας για την πολιτική, χτίζει ένα «πολυόροφο» έργο. Ο Σπιούνος είναι σκηνή από την οικογενειακή ζωή».

«Στο έργο συνεχώς κάτι συμβαίνει. Ο τρόμος φωλιάζει μέσα τους, γιγαντώνεται. Ο σύζυγος πρέπει μέσα από την σύζυγό του να καταλάβει τι συμβαίνει. Ο τρόμος έρχεται κατά κύματα, φεύγει και ξανάρχεται, σαν το νερό, που κυλάει μέσα από τις πέτρες – τρέχει και σταματάει, όταν η πέτρα το εμποδίζει. Αρχίζει η αλυσιδωτή αντίδραση: ο άνθρωπος υποψιάζεται, μετά ανακουφίζεται, ύστερα η υποψία ξαναφουντώνει. .

«Είναι η διαδικασία παιχνιδιού του ανθρώπου με τον εαυτό του. Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό πράγμα που κάθε ηθοποιός πρέπει να θυμάται: η καθυστερημένη αντίδραση, η επιστροφή της. Όταν βρίσκεσαι μέσα στο συμβάν, δεν υποφέρεις τόσο, υποφέρεις μετά, όταν επιστρέφει στη μνήμη σου. Αυτό είναι η καθυστερημένη αντίδραση. Μπορεί να είναι χαρούμενη ή τρομακτική. Αλλά πάντα αργεί. Και συνήθως είναι ο φόβος που επιστρέφει.

«Κάνουμε το Θέατρο από τον εαυτό μας. Πρέπει να παρατηρούμε διάφορες στιγμές της ζωής μας».

«Οι συμπαίκτες πρέπει να κάνουν ο ένας τον άλλον να κινείται. Δεν πρέπει να παίζουμε μόνο σύμφωνα με το κείμενο».

«Ο τρόμος δεν είναι γενικευμένος, είναι συγκεκριμένος. Για αυτό στους διαλόγους πρέπει να είμαστε συγκεκριμένοι»

«Από φόβο οι άνθρωποι αρχίζουν να ψάχνονται και καταλήγουν κάποια στιγμή στο φριχτό συμπέρασμα ότι ο Χίτλερ έχει δίκιο.. Οι άνθρωποι ξαφνικά αλλάζουν. Δεν σημαίνει, ότι σκέφτονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι από φόβο. Η σκηνή, που προσπαθούν να θυμηθούν, τι έλεγαν μπροστά στο γιο τους είναι στ’ αλήθεια τρομακτική. Κάτι συμβαίνει μ’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον».

«Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως θα συμπεριφερθεί σε ακραίες καταστάσεις».

«Στο Βίο του Γαλιλαίου ο Μαθητής λέει: «Δύστυχη είναι η χώρα, που δεν έχει ήρωες» και ο Γαλιλαίος απαντάει: «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες». Δεν μπορούμε να κατηγορούμε τον άνθρωπο που λύγισε στα βασανιστήρια, πρέπει να κατηγορούμε την εξουσία, που βάζει τους ανθρώπους σε τέτοιες συνθήκες. Στο Γαλιλαίο τονίζεται πολύ σωστά, όπως στη Βίβλο: μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε. Το έργο του Μπρεχτ απευθύνεται στην εξουσία».

«Πολύ σωστή σκέψη είπε κάποτε ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν: «Ήταν φρίκη όταν με ανέκριναν, αλλά μεγαλύτερη φρίκη ότι θα μπορούσα να ήμουν εγώ ο ίδιος ανακριτής».

« Στη φύση του ανθρώπου είναι να βγάζει την ευθύνη, την ενοχή από πάνω του. Ο Μπρεχτ δείχνει, πως το μικρόβιο του τρόμου εξαπλώνεται σε όλο τον άνθρωπο. Η οικογένεια διασπάται σιγά σιγά».

Πάντως είναι ωραίο, ότι ο άνθρωπος προσλαμβάνει και «καλά μικρόβια»: έτσι ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα ξεχνούν, ότι οι οικογένειές τους πολεμούν η μια την άλλη».